Οι μεγαλοεπενδυτές αρχίζουν να γίνονται καχύποπτοι για τις δαπανηρές προτάσεις του, οι οποίες θα βλάψουν τα εκατομμύρια των μικροεπενδυτών που τον ψήφισαν
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιστρέψει στον Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου, αφού κέρδισε μια σαρωτική νίκη με τα συνθήματά του: «Πρώτα η Αμερική» και «Κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά». Ωστόσο, ένας τέτοιος στόχος δεν ταιριάζει με μια ισχυρή χρηματιστηριακή αγορά. Ούτε κάνει τη Wall Street ευτυχισμένη.
Ο Τραμπ κληρονομεί μια σταθερή οικονομία από τον Μπάιντεν, καθώς και μια χρηματιστηριακή αγορά σε ιστορικό υψηλό. Οι τεχνολογικές μετοχές, για παράδειγμα, βρίσκονται σε ιλιγγιώδη επίπεδα. Ωστόσο, ο Τραμπ έχει κάποια σχέδια που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία στους επενδυτές. Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που, τον Νοέμβριο του 2024, τον υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων, σαν να είναι ο νέος «Μεσσίας» της Αμερικής.
Ωστόσο, από εδώ και πέρα, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στην εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής του Ρεπουμπλικάνου. Και θα υπάρξουν επίσης εκείνοι που δεν θα διστάσουν να θέσουν όρια σε κάθε μέτρο που μπορεί να αναστατώσει τη Wall Street, ακόμη και αν προέρχεται από έναν δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία πρόεδρο, ο οποίος συμβουλεύεται τον αγαπημένο του φίλο και τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, Ίλον Μασκ.
Ο Τραμπ ξεκινά με την υποστήριξη της αγοράς, η οποία αρχικά αναμένει ότι οι φορολογικές περικοπές και η απορρύθμιση θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν το χρηματιστήριο. Αλλά οι επενδυτές δεν θα έχουν ενδοιασμούς να πατήσουν το κουμπί «πώληση» εάν οι προεδρικές πολιτικές προκαλέσουν «αναταράξεις» στο χρηματιστήριο.
Και θα υπάρξουν επίσης εκατομμύρια ιδιώτες επενδυτές - ψηφοφόροι του - των οποίων οι οικονομικές αποταμιεύσεις θα υπόκεινται στα σκαμπανεβάσματα των αποφάσεων του προέδρου τους, πέρα από τον όλεθρο που θα μπορούσε να προκαλέσει στα νοικοκυριά μια νέα εκτίναξη του πληθωρισμού. Στις ΗΠΑ, η χρηματοοικονομική κουλτούρα και οι επενδύσεις στο χρηματιστήριο είναι πολύ πιο διαδεδομένες στον γενικό πληθυσμό απ’ ό,τι στην Ευρώπη ή τον Καναδά.
Και είναι αλήθεια ότι ο Τραμπ έχει φλερτάρει με ριζοσπαστικές προτάσεις, όπως η επιβολή δασμών 60% στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, η επιβολή δασμών 10% σε όλες τις εισαγωγές γενικά και ο μαζικός επαναπατρισμός των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Όλα αυτά τα μέτρα θα οδηγούσαν σε αύξηση των μισθών και των τιμών των καταναλωτικών αγαθών.
«Οι πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών έδωσαν τη νίκη σε δύο δισεκατομμυριούχους που υποστηρίζουν μέτρα που θα κάνουν τα προϊόντα που αγοράζουν πιο ακριβά», σημείωσε ο Olivier de Berranger, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων LFDE, λίγο μετά τις εκλογές. Αναφερόταν στον Τραμπ και το δεξί του χέρι, τον Ίλον Μασκ, όπως γράφει εύστοχα σε άρθρο της η «EL PAIS».
Η απειλή του για δασμούς
Η κυβέρνηση που ξεκινά στις 20 Ιανουαρίου αναμένεται να είναι απρόβλεπτη και ασταθής, όπως και ο χαρακτήρας του νέου προέδρου. Ωστόσο, οι αναλυτές και οι διαχειριστές κεφαλαίων συμφωνούν ότι οι προτάσεις της προεκλογικής εκστρατείας θα είναι σε μεγάλο βαθμό μετριοπαθείς όταν πρόκειται για την εφαρμογή τους. Εξάλλου, αναμένεται να αναδειχθεί και η επιχειρηματική και επενδυτική πλευρά του Τραμπ: θα θελήσει να συνάψει όσο το δυνατόν πιο κερδοφόρες εμπορικές συμφωνίες.
Ένα παράδειγμα αυτού που θεωρείται ότι είναι ο επενδυτικός πραγματισμός του Τραμπ (αν και περιτυλιγμένος σε μια συνεπή λαϊκιστική ρητορική) συνέβη την περασμένη εβδομάδα. Η «Washington Post» δημοσίευσε ότι ο επερχόμενος Ρεπουμπλικανός πρόεδρος εξετάζει το ενδεχόμενο καθολικού δασμού στις εισαγωγές από όλες τις χώρες, αν και εστιάζει μόνο σε κρίσιμα και στρατηγικά προϊόντα. Σύμφωνα με την εφημερίδα, αυτό θα μετριάσει «το πιο ριζοσπαστικό στοιχείο του προεκλογικού σχεδίου του Τραμπ». Ο μεγιστάνας διέψευσε κατηγορηματικά την πληροφορία, αλλά η αγορά αντιλαμβάνεται, επίσης, ότι η απειλή του για δασμούς αποτελεί μέρος μιας διαπραγματευτικής στάσης από την αρχή.
Ο Τραμπ χρησιμοποιεί το ‘’χαρτί’’ των δασμών ως αξιόπιστο μοχλό πίεσης στις διμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις. Το να το βγάλει αυτό από το τραπέζι θα περιόριζε προφανώς τη διαπραγματευτική του δύναμη. Το γραφείο επενδύσεων της UBS συμφωνεί με όσους πιστεύουν ότι τα οικονομικά μέτρα που προτάθηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας δεν θα υλοποιηθούν πλήρως.
Η προειδοποίηση της Fed
Η πληθωριστική απειλή του Τραμπ δεν είναι ασήμαντη. Είναι η «κόκκινη γραμμή» που η πολιτική του δεν θα μπορέσει να περάσει χωρίς να προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και τον επενδυτικό κόσμο. Και η όποια απόφαση θα πρέπει να είναι πολύ μετρημένη. Συν τοις άλλοις -ακόμη και πριν ο Τραμπ έρθει στην εξουσία- η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προβλέπει μόλις δύο μειώσεις επιτοκίων το 2025.
«Η Fed μειώνει τις προοπτικές της για το τρέχον έτος. Αυτό που δεν είναι σαφές είναι αν αυτό οφείλεται σε επιδείνωση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό ή σε έλλειψη εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική του Τραμπ», λέει ο Alexis Bienvenu, διαχειριστής κεφαλαίων στη «Financière de l'Échiquier».Ε
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Νοέμβριο του 2024, η μηνιαία άνοδος των τιμών στις ΗΠΑ ήταν 0,3%, η υψηλότερη από τον Απρίλιο. Ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε ήδη τον Οκτώβριο, ανερχόμενος στο 2,6%, μετά από έξι μήνες μείωσης. Και, την περασμένη εβδομάδα, αποκαλύφθηκε ότι ο αριθμός των προσφερόμενων θέσεων εργασίας αυξήθηκε τον Νοέμβριο στα 8,1 εκατομμύρια, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξι μηνών. Αυτό ήταν πάνω από τις προσδοκίες και επίσης πάνω από τον αριθμό του Οκτωβρίου που ήταν 7,8 εκατομμύρια. Επιπλέον, ο δείκτης PMI για τον τομέα των υπηρεσιών κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2023, στις 54,1 μονάδες, αποκαλύπτοντας την επέκταση αυτής της δραστηριότητας.
«Αναμένουμε ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,8% το 2024 (με βάση τα στοιχεία του τέλους του έτους) και κατά 2,4% το 2025, εάν η νέα κυβέρνηση δώσει προτεραιότητα στις μειώσεις φόρων έναντι των δασμών. Η πρόβλεψη αυτή υποθέτει ότι η νέα κυβέρνηση Τραμπ θα ξεκινήσει με περικοπές φόρων και θα αφήσει την εφαρμογή λιγότερο φιλικών προς την ανάπτυξη μέτρων - όπως οι δασμοί - για το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους. Αυτό θα μείωνε τον κίνδυνο», εξηγεί ο Paolo Zanghieri, ανώτερος οικονομολόγος της Generali AM. Για άλλη μια φορά, οι προβλέψεις αναμένουν μια μετριοπαθή εφαρμογή των προεκλογικών υποσχέσεων του Τραμπ, η οποία είναι το «κλειδί» για τη διασφάλιση της συνέχισης της ανάπτυξης.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και τα ομόλογα
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη ψυχράνει σημαντικά το κλίμα, μειώνοντας τις προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων. Η Pimco -η μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σταθερού εισοδήματος στον κόσμο- υπολόγισε τι θα πρέπει να συμβεί κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ για να αναγκαστεί ο πρόεδρος της Fed να αυξήσει τα επιτόκια. Για παράδειγμα, αν ο Τραμπ εφάρμοζε το μέγιστο επίπεδο δασμών που ευαγγελίζεται - 60% στα προϊόντα που εισάγονται από την Κίνα και 10% σε όλες τις άλλες εισαγωγές - ο πυρήνας του πληθωρισμού του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (που περιλαμβάνει τόσο τις υπηρεσίες όσο και τα αγαθά) θα κατέληγε να αυξηθεί σε ένα εύρος 4,0%-4,5%. Η Pimco πιστεύει ότι ένα τέτοιο σενάριο είναι απίθανο, αλλά αν συμβεί, η Fed θα αναγκαστεί να αλλάξει τη νομισματική της πολιτική.
Οι φόβοι για την έξαρση του πληθωρισμού επιβαρύνουν τους επενδυτές και έχουν συμβάλει στην άνοδο των αποδόσεων του αμερικανικού χρέους. Η αγορά έχει επίσης κατά νου ότι η αμερικανική οικονομία υποφέρει ήδη από ένα υψηλό δημόσιο έλλειμμα - πάνω από 6% του ΑΕΠ - το οποίο θα μπορούσε επίσης να αυξηθεί με τις πολιτικές του Τραμπ. Μια αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων θα αυξήσει περαιτέρω το βάρος των τόκων που επωμίζονται οι ΗΠΑ, το συνολικό χρέος των οποίων ανέρχεται σε σχεδόν 28 τρισεκατομμύρια δολάρια και αντιπροσωπεύει σχεδόν το 100% του ΑΕΠ.
Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και το δολάριο είναι το παγκόσμιο νόμισμα, ο Τραμπ θα πρέπει ακόμη να είναι προσεκτικός με τη διάθεση των κατόχων αμερικανικών ομολόγων και να μην αποτολμήσει πολιτικές που απομακρύνουν τη χώρα πολύ από τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Το Ηνωμένο Βασίλειο βιώνει -επί του παρόντος- μια ραγδαία αύξηση του επιτοκίου των ομολόγων του, εν μέρει λόγω της ανθεκτικότητας του πληθωρισμού και λόγω μιας κάποιας δυσπιστίας των επενδυτών απέναντι στην κυβέρνηση των Εργατικών. Η άνοδος αυτή απηχεί την έντονη αντίδραση που είχε η αγορά το 2022 στο δημοσιονομικά ανεύθυνο σχέδιο μείωσης των φόρων της Λιζ Τρας, το οποίο της κόστισε τη θέση της πρωθυπουργού.
Εκείνο το επεισόδιο - το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ξαφνική απώλεια αξιοπιστίας του βρετανικού δημόσιου χρέους - ανάγκασε την Τράπεζα της Αγγλίας να παρέμβει. Αυτό συνέβη ενόψει του γεγονότος ότι η ισχυρή βρετανική βιομηχανία συνταξιοδοτικών προγραμμάτων - που ισοδυναμεί με το 100% του ΑΕΠ της χώρας - κινδύνευε. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων ανέρχονται περίπου στο 150% του ΑΕΠ, πράγμα που σημαίνει ότι διακυβεύονται πάρα πολλά χρήματα για να θυμώσει ο Τραμπ τη Wall Street...
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.