Οι επικριτές των δασμών έχουν προσφύγει στο Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου κατά της δασμολογικής πολιτικής του ισχυριζόμενοι ότι ο πρόεδρος παραβιάζει το Σύνταγμα
Ο εμπορικός πόλεμος που έχει εξαπολύσει ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να τερματιστεί άδοξα σύντομα, ακόμη και στα τέλη του τρέχοντος μήνα - χωρίς καν να έχει επιτευχθεί ο στόχος του Αμερικανού προέδρου να αποσπάσει παραχωρήσεις από δεκάδες εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Ουσιαστικά, η έκβαση του πολέμου δασμών του Τραμπ θα κριθεί εν πολλοίς στην αίθουσα του Δικαστηρίου Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ, ενός σχετικά άγνωστου ομοσπονδιακού δικαστηρίου που εδρεύει στη Νέα Υόρκη και ασχολείται με υποθέσεις που άπτονται του εμπορικού και τελωνειακού δικαίου, όπου σήμερα ξεκινά η εκδίκαση μιας αγωγής που έχει στόχο να βάλει «φρένο» στη δασμολογική πολιτική του Τραμπ.
Σε μερικές ώρες, ξεκινά στο δικαστήριο η ακρόαση των επιχειρημάτων των εναγόντων που αμφισβητούν τη χρήση από τον Τραμπ του Νόμου περί Διεθνών Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης του 1977 με βάση τον οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος προχώρησε στην επιβολή σαρωτικών νέων δασμών τον Απρίλιο - τους οποίους ανέστειλε λίγο αργότερα για περίπου 60 εμπορικούς εταίρους για χρονικό διάστημα 90 ημερών.
Εάν το δικαστήριο κάνει δεκτό το αίτημα των εναγόντων να εκδώσει επείγουσα διαταγή άρσης των δασμών, θα μπορούσε να ανατρέψει τις διαπραγματεύσεις των εμπορικών σχέσεων των ΗΠΑ που παλεύει να ολοκληρώσει η κυβέρνηση Τραμπ με δεκάδες χώρες.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επιβάλλει οριζόντιο δασμό 10% στις εισαγωγές αγαθών από όλο τον κόσμο και πρόσθετους δασμούς έως και 50% σε μια μακρά λίστα εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ (τους οποίους «πάγωσε» στη συνέχεια) καθώς και υψηλότατους δασμούς ύψους 145% στην Κίνα, αν και προ ημερών ανακοίνωσε ότι κατόπιν συμφωνίας με το Πεκίνο μειώνονται στο 30% για 90 ημέρες προκειμένου να διεξαχθούν συνομιλίες για σύναψη μια πιο ισορροπημένης εμπορικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών.
Ο πρόεδρος και το οικονομικό επιτελείο του προκειμένου να δικαιολογήσουν την επιβολή των δασμών υποστηρίζουν ότι το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο ισοδυναμεί με κατάσταση «εθνικής έκτακτης ανάγκης που απειλεί την ασφάλειά μας και τον ίδιο τον τρόπο ζωής μας». Το γραφείο του εμπορικού αντιπροσώπου των ΗΠΑ αρνήθηκε τη Δευτέρα να σχολιάσει το θέμα, όπως σημειώνει το Politico.
Οι αμφισβητίες των δασμών από την πλευρά τους υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ παραβιάζει το Σύνταγμα και ελπίζουν πως το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου θα κάνει δεκτό το αίτημά τους για την έκδοση προσωρινής διαταγής πριν από το τέλος του μήνα.
Πρόκειται για θέμα ζωτικής σημασίας, διότι πολλές επιχειρήσεις ενδέχεται να μην επιβιώσουν εάν οι δασμοί παραμείνουν σε ισχύ όσο η υπόθεση φτάσει ενδεχομένως μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, σημειώνει ο Τζέφρι Σβαμπ, ανώτερος σύμβουλος στο Liberty Justice Center, μια ομάδα συντηρητικών υπέρμαχων των συνταγματικών δικαιωμάτων που εκπροσωπεί τη VOS Selections, μια εταιρεία κρασιού και οινοπνευματωδών ποτών με έδρα τη Νέα Υόρκη, και άλλες μικρές επιχειρήσεις που έχουν υποβάλει αγωγές κατά των δασμών του Τραμπ.
Η έκδοση μιας προσωρινής διαταγής από το δικαστήριο θα έθετε επίσης σε κίνδυνο τις προσπάθειες του Τραμπ να χρησιμοποιήσει την απειλή της επιβολής περαιτέρω «αμοιβαίων» δασμών σε συγκεκριμένες χώρες προκειμένου να τις αναγκάσει να ενδώσουν σε νέες εμπορικές συμφωνίες.
Ανακοίνωσε την πρώτη από αυτές τις συμφωνίες την Πέμπτη με το Ηνωμένο Βασίλειο, αν μένει να διευθετηθούν ακόμη πολλές λεπτομέρειες. Το επιτελείο του Τραμπ διαπραγματεύτηκε επίσης μια συμφωνία με την Κίνα για την αποκλιμάκωση των δασμών και τη δημιουργία ενός διμερούς μηχανισμού για την επίλυση των μακροχρόνιο εμπορικών διαφορών μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Τραμπ επικαλέστηκε επίσης «λόγους εθνικής έκτακτης ανάγκης» όσον αφορά τους μετανάστες και τη φαιντανύλη προκειμένου να δικαιολογήσει έναν προηγούμενο γύρο δασμών στην Κίνα, καθώς και δασμούς 25% στον Καναδά και το Μεξικό, οι οποίοι επίσης έχουν σε μεγάλο βαθμό ανασταλεί. Η υπόθεση VOS, ωστόσο, αμφισβητεί μόνο τους αμοιβαίους δασμούς που ανακοίνωσε ο Τραμπ στις 2 Απριλίου.
Ο Συνασπισμός για μια Ευημερούσα Αμερική, μια ομάδα που εκπροσωπεί παραγωγούς που τάσσονται υπέρ του προστατευτισμού από τις εισαγωγές, επαίνεσε την απόφαση του Τραμπ να χρησιμοποιήσει τον νόμο έκτακτης ανάγκης για να θέσει σε εφαρμογή την ατζέντα για το εμπόριο, την οποία χαρακτήρισε «μια τολμηρή και πολυαναμενόμενη αναδιάρθρωση του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος».
Ωστόσο, επικριτές των δασμών, όπως ο Ρεπουμπλικανός πρώην γερουσιαστής Τζον Ντάνφορθ (Μιζούρι), υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ χρησιμοποιεί μια σαθρή δικαιολογία προκειμένου να σφετεριστεί τις φορολογικές και εμπορικές εξουσίες που οι Ιδρυτές Πατέρες παρείχαν στο Κογκρέσο.
«Είναι πραγματικά το μεγαλύτερο ζήτημα που έχει αντιμετωπίσει η χώρα μας από την ίδρυσή της», δήλωσε ο Ντάνφορθ σε συνέντευξή του. «Αφορά τη συγκέντρωση εξουσίας και την πρόθεση του Τζέιμς Μάντισον να κατανείμει την εξουσία σε διάφορα τμήματα της κυβέρνησης».
Ο Ντάνφορθ, μαζί με τους επίσης πρώην γερουσιαστές των Ρεπουμπλικανών Τζορτζ Άλεν (Βιρτζίνια) και Τσακ Χέιγκελ (Νεμπράσκα) καθώς και άλλους, όπως ο πρώην γενικός εισαγγελέας Μάικλ Μακασέι, έχουν καταθέσει υπόμνημα για την υπόθεση, στο οποίο τάσσονται κατά των ενεργειών του Τραμπ και προτρέπουν το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου να εκδώσει προσωρινή διαταγή που θα εμποδίζει την κυβέρνηση να εισπράξει τους δασμούς όσο εκδικάζονται οι αγωγές.
«Από την ίδρυση της Δημοκρατίας, η εξουσία επιβολής δασμών -όπως και αυτή της επιβολής φόρων- ανήκει αποκλειστικά στο Κογκρέσο», αναφέρεται στο υπόμνημα. «Δεν πρόκειται για κάτι τυπικό. Αυτό το έθνος ''γεννήθηκε'' με βάση το μότο ''Κανένας φόρος χωρίς αντιπροσώπευση'', που σημαίνει ότι η εξουσία φορολόγησης, αύξησης των εσόδων και διαμόρφωσης των οικονομικών υποχρεώσεων του κοινού πρέπει να ασκείται από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού».
«Το επιχείρημα στην υπόθεσή μας... υπεισέρχεται στην ουσία του ζητήματος», διευκρίνισε ο Ντάνφορθ. «Δεν έχει καμία σχέση με τη σκοπιμότητα των δασμών ή κάποιο θέμα νομοθέτησης. Είναι θέμα συντάγματος. Αφορά το ερώτημα ''αν μπορεί ο πρόεδρος να 'απαλλοτριώσει' [από το Κογκρέσο] την εξουσία φορολόγησης;'', αλλά, θα πρόσθετα, και τον έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου».
Ο Άλεν, ο οποίος είχε διατελέσει επίσης κυβερνήτης της Βιρτζίνια από το 1994 έως το 1998, τονίζει ότι υποστηρίζει ολόψυχα τις ενέργειες του Τραμπ που αφορούν την ενέργεια, την ασφάλεια των συνόρων και την απορρύθμιση, αλλά αποτελεί κόκκινη γραμμή η παροχή στον πρόεδρο της εξουσίας να επιβάλλει μονομερώς «φόρους στις εισαγωγές».
«Το θέμα αφορά την τήρηση και τον σεβασμό της ρητής, απόλυτα αιτιολογημένης αρχής του Συντάγματος ότι η φορολογία πρέπει να καθορίζεται από το Κογκρέσο», σημειώνει ο Άλεν. «Η θέση μου βασίζεται στη συνείδησή μου ως συντηρητικού. Είμαι υπέρ της συνταγματικής προστασίας της ελευθερίας ανθρώπων και επιχειρήσεων, και όχι των προσώπων ή υποκριτικών αρχών».
Ο Σβαμπ, ο επικεφαλής δικηγόρος στην υπόθεση VOS που εκδικάζεται στο Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου την Τρίτη, εξέφρασε την πεποίθηση ότι το δικαστήριο θα βρει πειστικά τα επιχειρήματα των εναγόντων.
Βασικά, «δεν πιστεύουμε ότι ο Νόμος περί Διεθνών Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο να αποφασίζει ή να επιβάλλει δασμούς», εξηγεί ο Σβαμπ, όπως ισχυρίζονται πολλοί, καθώς κανένας προηγούμενος πρόεδρος δεν έχει χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο νόμο με αυτόν τον τρόπο.
«Αλλά ακόμη και αν ο νόμος επιτρέπει την επιβολή δασμών, δεν είναι σαφές ότι επιτρέπει τους δασμούς που αυτός επιβάλλει», προσθέτει, εξηγώντας ότι είναι εξαιρετικά διευρυμένοι και δεν αποτελούν απάντηση σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή διεθνή εξέλιξη.
Οι ενάγοντες αμφισβητούν επίσης τον ισχυρισμό του Τραμπ ότι το «υπερβολικό και επίμονο ετήσιο εμπορικό έλλειμμα αγαθών» συνιστά κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη χώρα η οποία δικαιολογεί την επιβολή δασμών, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμπορικό έλλειμμα εδώ και 50 χρόνια. Που σημαίνει ότι το Κογκρέσο είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του ώστε να αναλάβει δράση εάν το έκρινε απαραίτητο, σημειώνει ο Σβαμπ.
Επικαλούνται επίσης ορισμένα πιο τεχνικής φύσεως νομικά επιχειρήματα, όπως το «δόγμα των μεγάλων ερωτημάτων», το οποίο απαιτεί σαφή διά νόμου ανάθεση εξουσίας από το Κογκρέσο όταν μια ενέργεια της εκτελεστικής εξουσίας υπερβαίνει ένα απροσδιόριστο όριο «οικονομικής και πολιτικής σημασίας», όπως συμβαίνει -λένε- με τους δασμούς του Τραμπ.
Ένα άλλο, εν μέρει σχετικό επιχείρημα αφορά το «δόγμα περί μη ανάθεσης εξουσίας», το οποίο ουσιαστικά αναφέρει ότι το Κογκρέσο δεν μπορεί να παραχωρήσει εξουσίες στην εκτελεστική εξουσία χωρίς να επιβάλει ταυτόχρονα κάποιους περιορισμούς στην άσκησή τους.
«Εδώ, ουσιαστικά αυτό που λέει η κυβέρνηση Τραμπ είναι ότι έχει την εξουσία να επιβάλλει δασμούς χωρίς κανενός είδους εποπτεία και μπορεί να το κάνει με όποιον ρυθμό θέλει, όποτε θέλει», σημειώνει ο Σβαμπ. «Πιστεύουμε ότι αν το δικαστήριο ερμήνευε έτσι [τον νόμο, θα αποφάσιζε] ότι είναι αντισυνταγματικό».
Στο δικό του υπόμνημα, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μια απόφαση εφετείου, 50 ετών, που επέτρεψε στον τότε Αμερικανό πρόεδρο Νίξον να επιβάλει ευρείς δασμούς στηριζόμενος σε μια παρόμοια διατύπωση του Νόμου περί Εμπορικών Συναλλαγών με Εχθρό, τον οποίο αντικατέστησε ο Νόμος περί Διεθνών Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης.
Έκτοτε, τα δικαστήρια εμφανίζονταν πιο απρόθυμα να υιοθετήσουν μια αναμφισβήτητα διφορούμενη διατύπωση για την παραχώρηση εξουσιών ευρέους φάσματος. Αλλά ο Τόμας Μπελίν, εταίρος στη Cassidy Levy Kent, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου θα μπορούσε να αποδεχτεί πολλά από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης.
«Ένα από τα πράγματα στα οποία επανέρχομαι σχετικά με τον Νόμο περί Διεθνών Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης είναι ότι δεν περιέχει κάποια απαγόρευση που να λέει ότι ο πρόεδρος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την εξουσία του για αυτόν τον σκοπό. Αντίθετα, προβλέπει μια ευρεία γκάμα ενεργειών που μπορεί να κάνει ο πρόεδρος», προσθέτει ο Μπελίν.
Επιπλέον, το Κογκρέσο διατηρεί την εξουσία να τερματίσει μια εθνική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που έχει κηρύξει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, εάν κρίνει ότι είναι σκόπιμο. Αυτό αφήσει στο δικαστήριο το περιθώριο να ισχυριστεί ότι «αυτή είναι η σωστή ισορροπία εξουσιών που έχει καθορίσει το Κογκρέσο», τονίζει ο Μπελίν.
Ο Σβαμπ από την πλευρά του υποστηρίζει ότι το πιο «σοκαριστικό» σημείο στο επιχείρημα του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι ο ισχυρισμός ότι οι ενέργειες του Τραμπ εμπίπτουν στο «δόγμα του πολιτικού ζητήματος», που σημαίνει ότι δεν υπόκεινται καν σε έλεγχο από τη δικαιοσύνη.
«Προφανώς, αν ο πρόεδρος μπορεί να κηρύξει κατάσταση εθνικής έκτακτης ανάγκης όποτε θέλει, χωρίς καμία δικαστική εποπτεία, τότε ο ουσιαστικά ασκεί αυταρχικό έλεγχο», σημειώνει ο Σβαμπ, ακόμη και αν αυτός δεν είναι ο απώτερος στόχος του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Οι δύο Ρεπουμπλικανοί πρώην γερουσιαστές εν τω μεταξύ, εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για το γεγονός ότι λίγοι μόνο Ρεπουμπλικάνοι έχουν συστρατευτεί με τους Δημοκρατικούς στην προσπάθεια να επαναβεβαιωθεί ότι μόνο το Κογκρέσο έχει την εξουσία να αποφασίζει για τους όρους του εμπορίου.
«Θα ήθελα να δω τα μέλη του Κογκρέσου να υπερασπίζονται τα προνόμιά τους. Επειδή αυτό ορίζει σαφώς στο Σύνταγμα. Το Άρθρο Ι, Τμήμα 8», σημειώνει ο Άλεν.
Σε διαφορετική περίπτωση «γιατί να είναι στο Κογκρέσο;», διερωτάται ο Ντάνφορντ. «Τι μπορούν πραγματικά να κάνουν εκτός από το να εμφανίζονται τα δελτία ειδήσεων;».
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.