Η Οικονομία της Απελευθέρωσης | ΕΦΣΥΝ

Είναι γνωστή η τραγική ιστορία της πείνας που η Ελλάδα (και ειδικά οι μεγάλες πόλεις) βίωσαν στη διάρκεια της ξενόφερτης Κατοχής των ετών 1941-1944. Οι περισσότεροι έχουμε ακουστά, για παράδειγμα, τα κατοχικά χαρτονομίσματα των εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων δραχμών που όμως δεν έφταναν ούτε για ένα καρβέλι ψωμί. Το γεγονός όμως ότι συμπληρώθηκαν πλέον ογδόντα χρόνια από την Απελευθέρωση του 1944 αλλά και τα αιματηρά Δεκεμβριανά της ίδιας χρονιάς αποτελεί αφορμή για να κάνουμε μια ανασκόπηση και να εξετάσουμε εν συντομία τι οδήγησε στην εφιαλτική πείνα, καθώς και ποια ήταν η κατάσταση στην οικονομία που παρέλαβε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου. Τι συνέβαινε στην παραγωγή εκείνης της περιόδου και πώς εξηγείται ο λιμός; Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της κατοχικής οικονομίας; Πώς έμοιαζε η Ελλάδα πριν από ογδόντα χρόνια;

Ακρόπολη: Γερμανοί στρατιώτες υψώνουν τη σημαία της ναζιστικής Γερμανίας

Οταν ο Ιωάννης Μεταξάς απάντησε γαλλιστί στο τελεσίγραφο των Ιταλών με τη φράση «Alors, c’est la guerre» («Λοιπόν, αυτό είναι πόλεμος»), ουσιαστικά ξεκινούσε μια νέα εποχή στην Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο ότι από την επαύριο του τελεσιγράφου, την 28η Οκτωβρίου 1940, το τρανό, περήφανο «ΟΧΙ» που βροντοφώναξε ο λαός απέναντι στους φασίστες του Μουσολίνι ισοδυναμούσε με ένα ιδιότυπο «φτου ξελευθερία» από ένα ελληνικό φασιστικό καθεστώς που ο ίδιος βίωνε από το 1936. Ηταν κυρίως ότι απεδείχθη πως το καθεστώς αυτό είχε μόλις λίγους μήνες ζωής ακόμη· τον Ιανουάριο του 1941, ενώ ο ελληνοϊταλικός πόλεμος μαινόταν στα βουνά της Πίνδου, ο Μεταξάς άφησε την τελευταία του πνοή και μαζί του ξεψύχησαν και οι θεσμοί της δικτατορίας του. Οταν μάλιστα ο Χίτλερ αποφάσισε, από την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, να βοηθήσει τον ηττημένο σύμμαχό του και να καταλάβει την ανυπότακτη Ελλάδα, τότε (δια)λύθηκαν και οι αρμοί του ιδίου του ελληνικού κράτους.

Εξαγωγές φυσικά δεν γίνονταν, αλλά ούτε και εισαγωγές, αφού το βρετανικό ναυτικό είχε αποκλείσει τα λιμάνια για να εμποδίσει την τροφοδοσία του κατοχικού στρατού.

Μπορεί βεβαίως να αποτέλεσαν εξαίρεση οι θεσμοί που ήσαν υπεύθυνοι για τη «δημόσια τάξη», οι οποίοι και συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους κατακτητές, αλλά η δράση τους λάμβανε πλέον χώρα υπό την ηγεσία των κατοχικών δυνάμεων, μέσα στο πλαίσιο της «Ελληνικής Πολιτείας» ενός «αποτυχημένου κράτος» («failed state»). Παρόλο που στην πλειονότητα των πολιτικών κρατουμένων της μεταξικής περιόδου, όχι απλώς απαγορεύτηκε να πολεμήσει, αλλά παρέμεινε στις φυλακές και παραδόθηκε «πακέτο» στους ναζί κατακτητές, παρά το δίκτυο κατασκόπων και καταδοτών που δρούσαν για λογαριασμό της Γκεστάπο, παρά τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις και τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας, η έννοια του κράτους στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο Γερμανός θεωρητικός του 19ου αιώνα Max Weber («η οντότητα που κατέχει ικανότητα άσκησης νόμιμης βίας εντός συγκεκριμένης επικράτειας») είχε καταργηθεί την περίοδο της Κατοχής.

Χειμώνας 1941-1942 με κάρα μετέφεραν τους νεκρούς από πείνα πολίτες από τους δρόμους της Αθήνας

Οι άνθρωποι που διαχειρίζονταν την «Ελληνική Πολιτεία» υπό τις διαταγές των ναζί όχι απλώς δεν αποτελούσαν αναγνωρισμένη (λαϊκώς και διεθνώς) κυβέρνηση· δεν αποτελούσαν καν κυβέρνηση! «Βία» αδυνατούσαν να ασκήσουν ώστε να επιβάλλουν στοιχειώδεις κρατικές λειτουργίες (όπως η αντιμετώπιση του φαινομένου της ληστείας στα βουνά, το οποίο εντάθηκε ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα), ούτε όπου αυτή ασκείτο ήταν «νόμιμη», αφού λάμβανε χώρα για λογαριασμό μιας ξένης, κατοχικής δύναμης ως όργανο καταστολής και κατάπνιξης κάθε αντιστασιακής φωνής. Ούτε βεβαίως «συγκεκριμένη επικράτεια» υπήρχε από τη στιγμή που η Ελλάδα είχε σπάσει σε τρεις ζώνες κατοχής. Στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη δε, το δωσιλογικό κράτος δεν διέθετε καν υπαλληλικό προσωπικό! Κάπως έτσι, από τη στιγμή που ο Αξονας πάτησε την αβάσταχτη μπότα του στη χώρα του Σόλωνα και του Αισχύλου, δημιουργήθηκε σε αυτήν ένα τεράστιο κενό εξουσίας, το οποίο σταδιακά οδήγησε, μετά την Απελευθέρωση, στα Δεκεμβριανά και εν συνεχεία στον Εμφύλιο.

Λεωφόρος Νίκης, Θεσσαλονίκη. Πίσω από το γερμανικό τανκς διακρίνεται πινακίδα με την επιγραφή «Ο μπολσεβικισμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του πολιτισμού μας»

Χωρίς κράτος λοιπόν, η οικονομία που επιχειρούσε να διαχειριστεί η «Ελληνική Πολιτεία» είχε παραλύσει. Τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα, η παραγωγή του οποίου είχε πέσει στο ένα τρίτο της προπολεμικής (συμπεριλαμβανομένου του καπνού, του πιο πολύτιμου προϊόντος της Ελλάδας του Μεσοπολέμου), υπήρχαν σχεδόν αποκλειστικά για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των κατοχικών στρατευμάτων. Οι βιομηχανικές μονάδες επιτάχθηκαν και εν πολλοίς μετατράπηκαν σε μονάδες παραγωγής πολεμικού υλικού, το οποίο προοριζόταν για χρήση από τη μιλιταριστική μηχανή θανάτου του σχιζοφρενούς φίρερ, ενώ το ίδιο συνέβη με τις κατασκευαστικές εταιρείες, οι οποίες υποχρεώθηκαν να αναλάβουν έργα υποδομής για λογαριασμό των κατακτητών. Σε ολόκληρο τον δευτερογενή τομέα, ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού υποχρεώθηκε να δουλέψει στις επιταγμένες παραγωγικές μονάδες για λόγους επιβίωσης αφού οι εργαζόμενοι συχνά αμείβονταν (όταν αμείβονταν) με μια ελάχιστη ποσότητα φαγητού. Κατακόρυφα αυξήθηκαν και οι προσλήψεις στον δημόσιο τομέα, είτε για να ευνοηθούν κάποιοι συνεργάτες των κατακτητών, είτε για ανθρωπιστικούς λόγους. Τέλος, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί η ανατριχιαστική κινητικότητα στην αγορά ακινήτων, καθώς έχει υπολογιστεί ότι 350.000 ακίνητα μετακινήθηκαν προς μόλις 60.000 «αγοραστές» σε εξευτελιστικές τιμές (Βασίλης Μανουσάκης, Οικονομία και Πολιτική στην Ελλάδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σελ. 497-503).

Με την καταστροφή όμως των υποδομών, και ειδικά των συγκοινωνιακών δικτύων και του σιδηροδρόμου, και αυτή η παραγωγή που λάμβανε χώρα μόνο για λογαριασμό των ναζί κατέρρευσε από το 1943 και έπειτα. Εξαγωγές φυσικά δεν γίνονταν, αλλά ούτε και εισαγωγές, αφού το βρετανικό Ναυτικό είχε αποκλείσει τα λιμάνια για να εμποδίσει την τροφοδοσία του κατοχικού στρατού· αυτός ο αποκλεισμός ήταν που εν πολλοίς οδήγησε στην ανικανότητα εφοδιασμού της Ελλάδας και κατ’ επέκταση στην πείνα του ελληνικού λαού. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη ότι ακόμη και την προπολεμική περίοδο, η ντόπια παραγωγή κάλυπτε τις ανάγκες του πληθυσμού μόνο κατά 65% (Κώστας Κωστής, Ο Πλούτος της Ελλάδας, σελ. 287), τότε δεν είναι διόλου παράδοξη η απουσία βασικών ειδών επιβίωσης που ακολούθησε. Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη, αρκεί να αναφερθεί ότι τα έξοδα των δυνάμεων κατοχής από μόνα τους ισοδυναμούσαν με ολόκληρο το ελληνικό προπολεμικό ΑΕΠ (Κωστής, σελ. 297), ενώ το 1944, τα (όποια) έσοδα μπορούσαν να καλύψουν μόλις το 6% των εξόδων, με τις δαπάνες κατοχής να ισοδυναμούν με το 500% των συνολικών κρατικών δαπανών (Αντώνης Λιάκος, Ο Ελληνικός 20ός Αιώνας, σελ. 195)! Οι αριθμοί αυτοί κάνουν το διαβόητο «κατοχικό δάνειο», το οποίο αναγκάστηκε να χορηγήσει η Τράπεζα της Ελλάδος στο Τρίτο Ράιχ (και το οποίο η ναζιστική Γερμανία είχε αρχίσει να αποπληρώνει αλλά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αναγνωρίστηκε από καμία εκ των δύο προκυψάντων Γερμανιών αφού δεν αναγνώριζαν το χιτλερικό καθεστώς) να μοιάζει ως ένα μόνο μέρος της ληστρικής οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσαν οι ναζί.

Σε αυτές τις συνθήκες απογειώθηκε η μαύρη αγορά (για να είμαστε πιο ακριβείς, στην κατεστραμμένη ελληνική οικονομία, η μαύρη ήταν η μόνη αγορά που λειτουργούσε), με τους εμπόρους να κερδοσκοπούν εις βάρος του λαού που λιμοκτονούσε και να ανεβάζουν αυθαίρετα τις τιμές για τα δυσεύρετα βασικά ήδη επιβίωσης σε αστρονομικά ύψη. Η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε να τυπώνει διαρκώς περισσότερα χαρτονομίσματα σε μια απέλπιδα απόπειρα να ελέγξει τον πληθωρισμό. Σε μια οικονομία όμως που δεν παρήγαγε, το μόνο που επετεύχθη ήταν να μετατραπεί η δραχμή σε ένα άχρηστο νόμισμα. Ετσι δημιουργήθηκε το φαινόμενο της αποθησαύρισης αφού μόνο όσοι διέθεταν χρυσές λίρες (τις οποίες, σημειώνουμε, είχαν πλιατσικολογήσει οι ναζί από την ΤτΕ και τις είχαν διοχετεύσει οι ίδιοι στην αγορά, αφού το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων του χρυσού είχε φυγαδευτεί στο εξωτερικό μαζί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση) μπορούσαν να επιβιώσουν· η κατοχική δραχμή είχε εξευτελιστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε μια χρυσή λίρα το 1944 να κοστίζει 111 τρισεκατομμύρια δραχμές (Λιάκος, σελ. 206). Ετσι, ο ελληνικός λαός καταδικάστηκε σε μια αργή και βασανιστική εξαφάνιση από τον λιμό και την πείνα, από την οποίαν σώθηκε μόνο όταν επετράπη η αποστολή τροφίμων και φαρμάκων εξ Ηνωμένων Πολιτειών μέσω του σουηδικού Ερυθρού Σταυρού το 1943, αλλά και τότε μόλις ένα τμήμα του πληθυσμού απέκτησε πρόσβαση σε σχετικά επαρκή τροφοδοσία.

Ο απολογισμός της χαοτικής κατάστασης που βρήκε η κυβέρνηση Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1944 πριν από ογδόντα χρόνια, ήταν, σύμφωνα και με την περίφημη έκθεση του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, μισό εκατομμύριο νεκροί (το 7% του πληθυσμού), πάνω από χίλια χωριά καμμένα ολοσχερώς, το ένα πέμπτο των ελληνικών οικογενειών άστεγο, κατεστραμμένο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, βυθισμένα τα τρία τέταρτα του εμπορικού στόλου, αυτοκίνητα, τρένα και βαγόνια εξαφανισμένα, πάνω από εκατό χιλιάδες κτίρια κατεστραμμένα, το εθνικό νόμισμα κατακερματισμένο. Χάρη στην εγκατάσταση στην Ελλάδα, ώς το 1947, της UNRRA (United Nations Rehabilitation and Relief Administration), εξασφαλίστηκε η επιβίωση του λαού και αυξήθηκαν τα έσοδα του κρατικού μηχανισμού, σε σημείο που οι πωλήσεις εφοδίων της UNRRA να αντιστοιχούν με το 40% των κρατικών εσόδων (Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Paul A. Porter: Ζητείται ένα θαύμα για την Ελλάδα, σελ. 30), ωστόσο η παραγωγική μηχανή δεν μπορούσε να πάρει ξανά μπρος, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των διοικητών της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα και Κυριάκου Βαρβαρέσσου, οι οποίοι πάλεψαν για την επιστροφή στη νομισματική σταθερότητα. Ο Ξ. Ζολώτας εισήγαγε τον Νοέμβριο του 1944 καινούργια δραχμή με ισοτιμία 50 δισεκατομμύρια κατοχικές (Ψαλιδόπουλος, σελ. 28), χωρίς όμως να μπορέσει να αποτρέψει έναν νέο πληθωρισμό αφού δεν υπήρχε παραγωγή, ενώ ο Κ. Βαρβαρέσσος επιχείρησε να συγκρατήσει τις τιμές εφαρμόζοντας μια πολιτική κρατικής παρέμβασης (με νέα υποτίμηση της δραχμής, αυξήσεις μισθών και δημιουργίας φορολογικών κινήτρων), αλλά τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί κάτω από κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις τον Σεπτέμβριο του 1945.

Σε συνθήκες τρελού πληθωρισμού, μη δυνατότητας παραγωγικής ανασυγκρότησης και έλλειψης χρηματοδότησης της οικονομίας, κάθε απόπειρα δημοσιονομικής εξισορρόπησης έμοιαζε καταδικασμένη. Οπως εύστοχα ανέφερε ο Gardner Patterson, οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Τρούμαν και μέλος της ελληνικής Νομισματικής Επιτροπής που συστάθηκε το 1946, «Η [ελληνική] κυβέρνηση επί της ουσίας δεν κυβερνούσε. Απλώς επέβλεπε την αποπροσανατολισμένη οικονομία» (Ψαλιδόπουλος, σελ. 31). Φαινόταν έτσι ότι μόνο η ξένη βοήθεια μπορούσε να να επανεκκινήσει τα γρανάζια της παραγωγής. Αυτή ήρθε αρχικά από τη Μεγάλη Βρετανία (η οποία μάλιστα το 1946 «συγχώρεσε» τα ελληνικά προπολεμικά χρέη) και όταν η τελευταία ανακοίνωσε στις αρχές του 1947 ότι δεν μπορούσε πλέον να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις του ελληνικού προβλήματος, τότε ανέλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, πρώτα μέσω της εξαγγελίας του Δόγματος Τρούμαν και εν συνεχεία εντός του πλαισίου του Σχεδίου Μάρσαλ.

Οι βαθιές πληγές της πείνας, τα νεκρά σώματα που μάζευαν από τους δρόμους τα γκαζοζέν, ο θάνατος που έφεραν οι ξένοι κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους στη χώρα μας, είναι ένα τραύμα που ακόμη δεν έχει επουλωθεί και μας στοιχειώνει ακόμη, τόσες γενιές αργότερα. Γι’ αυτό, κάθε επέτειος της αντίστασης στον κατακτητή αλλά και της Απελευθέρωσης είναι ευκαιρία για να τιμηθούν όσοι φύλαξαν, εκείνα τα μαύρα χρόνια, τις Θερμοπύλες της ειρήνης, της δημοκρατίας, της ελευθερίας και των «πολύχρωμων οραμάτων» όπως περιέγραψε ο Μανώλης Αναγνωστάκης. Ογδόντα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, το ΟΧΙ στον φασισμό και στον πόλεμο παραμένει πάντα επίκαιρο.

*Πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

«Τα προσφυγικά είναι χώροι φτιαγμένοι από θλίψη, οργή, μόχθο και επιμονή»

Αντίδοτο στο μίσος για τους πρόσφυγες και στην ακροδεξιά ρητορική είναι καμιά φορά τα ίδια …