ΕΝΤΟΥΑΡ ΛΟΥΙ | Η Μονίκ δραπετεύει | Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη | Σελ. 135 | ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ, 2024
Θα «χτίσει» την ελευθερία της και θα φτάσει στην πραγματική απελευθέρωσή της, με δική της απόφαση, κερδίζοντας τον αυτοσεβασμό της. Βάζει όρια, με κατανόηση για το πρόβλημα του Αλλου, όμως φεύγει· και γίνεται η ηρωίδα του γιου της
Πώς βιώνει την κακοποίηση της μητέρας του ένας γιος, μετά την ενηλικίωσή του;
Για την ακρίβεια, ποια είναι η θέση του στη σχεδιαζόμενη «δραπέτευσή» της; Και μάλιστα από τον δεύτερο σύντροφο της ζωής της, αφού από τον πρώτο –τον πατέρα του– έχει χωρίσει για τους ίδιους λόγους που τώρα εγκαταλείπει και τον δεύτερο: αλκοολισμός, λεκτική και σωματική βία και –το χειρότερο για την ίδια και μη ανεκτό– ύβρεις σε βάρος των παιδιών της...
Μέσα από το βιβλίο του ο Εντουάρ Λουί (Εντί Μπελγκέλ το πραγματικό όνομά του) απαντά αυτοβιογραφούμενος, ως συνήθως, ρεαλιστικά. Περιγράφει και σχολιάζει την κακοποίηση της μητέρας του και από τους δύο συντρόφους της, γεγονός που αγγίζει κάθε γυναίκα με παρόμοια εμπειρία, αλλά και κάθε άνθρωπο με ευαισθησία. Παράλληλα όμως μας προσφέρει, με απλότητα, αισιοδοξία και θέρμη, την προοπτική μιας άλλης, απελευθερωμένης ζωής, για κάθε εγκλωβισμένη γυναίκα σε μια τοξική και καταπιεστική σχέση, από την οποία η φυγή είναι μονόδρομος.
Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εσωτερικούς μονολόγους, αλλά εστιάζοντας συνεχώς στη μητέρα του, κρατά διαρκώς τον διάλογο μαζί της (από κοντά και από απόσταση) χρησιμοποιώντας όλες τις τεχνικές που χαρακτηρίζουν τη μοντέρνα αφήγηση: ευθύς, πλάγιος και ελεύθερος πλάγιος λόγος, πλάγια γραφή, κοφτές φράσεις, επαναλήψεις, λέξη- στίχος. Η αφήγηση της δραπέτευσης της Μονίκ εξελίσσεται γραμμικά –με μικρές επιστροφές στο παρελθόν–, είναι ένα έπος της καθημερινότητας. Επίσης αναφέρεται σε πρακτικές λεπτομέρειες που αναφύονται ως δυσκολίες σε κάθε βήμα μιας γυναίκας που «δραπετεύει» από τη «φωλιά» της κοινής ζωής (;) της με τον Αλλο, μέχρι την πλήρη ελευθερία. Ολες αυτές οι δυσκολίες, ωστόσο, συνοψίζονται στην οικονομική ανεπάρκεια και την ανασφάλεια όσον αφορά τη στέγη και τη διατροφή.
Οπως επισημαίνει και ο ίδιος, η ιστορία του «δεν είναι ένα εγκώμιο στη φυγή» και δεν αρκεί η γενναιότητα... Το ίδιο συμβαίνει με τους φτωχούς που διαρκώς αγωνίζονται για την ελευθερία, ενώ οι πλούσιοι έχουν περισσότερες ευκαιρίες για να ζουν ελεύθεροι... «Γιατί η φυγή είναι ένα βάρος/ Και πολύ αργότερα/ ίσως/ γεννά το Ωραίο». Ετσι, συμφωνεί με τη Βιρτζίνια Γουλφ «πως η ελευθερία δεν είναι πρώτιστα ζήτημα αισθητικό και συμβολικό, μα ζήτημα υλικό και πρακτικό. Πως η ελευθερία έχει ένα τίμημα».
Μάλιστα ο συγγραφέας πιστεύει ότι θα έπρεπε να δίνεται μια επιταγή ελευθερίας για όσες και όσους θα ήθελαν να αλλάξουν τη ζωή τους και να «δραπετεύσουν» από τις άσχημες συνθήκες που βιώνουν – ένα δωμάτιο δικό τους (και όχι μόνο για τις γυναίκες συγγραφείς της Γουλφ).
Τελικά, με τη βοήθεια του ίδιου και της αδερφής του, σταδιακά, η Μονίκ θα «χτίσει» την ελευθερία της και –στην κορύφωση της ιστορίας– θα φτάσει στην πραγματική απελευθέρωσή της, με δική της απόφαση, κερδίζοντας τον αυτοσεβασμό της· βάζοντας όρια, αλλά και με κατανόηση για το πρόβλημα του Αλλου, που έχει μάθει να ξεσπάει, προβάλλοντας τη μειονεξία του πάνω της. Εκείνη, όμως, έχει φύγει... Καταφέρνει, μάλιστα, να καταξιωθεί και ως ηρωίδα του βιβλίου του γιου της, που τη θαυμάζει ειλικρινά, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι. Ο συγγραφέας τη δικαιώνει, γίνεται η φωνή της μέσω της λογοτεχνίας· κι αυτή η «στράτευση» είναι η μεγαλύτερη χαρά του, που μας τη μεταδίδει μαζί με το χαρμόσυνο τέλος της.
Μια ιστορία που διαβάζεται απνευστί, παρασύροντάς μας με την ειλικρίνεια και την αμεσότητά της· πόσω μάλλον που το επίδικο είναι η ελευθερία... Και ποιον, άλλωστε, κατ’ επέκταση, δεν θα συγκινούσε μια δραπέτευση από τα τείχη που μας ορθώνουν το σύστημα, οι κοινωνικές συμβάσεις, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες; Οπως λέει το τραγούδι των Θαν. Παπακωνσταντίνου - Μελίνας Κανά: «Οσες κι αν χτίσουν φυλακές/ κι αν ο κλοιός στενεύει/ ο νους μας είν’ αληταριό/ που όλο θα δραπετεύει»...
* Φιλόλογος