Δίσεκτο ονομάζεται ένα έτος κατά οποίο προσμετράται μια παραπάνω ημέρα, (εικοσιτετράωρο), με σκοπό τη διόρθωση σφαλμάτων που προκαλούνται από τον μη ακριβή υπολογισμό της διάρκειας της ημέρας, πλήρους περιστροφής της Γης, στην μέτρηση του ηλιακού έτους.
Για παράδειγμα, με το σύστημα μέτρησης του χρόνου που χρησιμοποιείται σήμερα στον Δυτικό κόσμο (Γρηγοριανό ημερολόγιο), κάθε έτος διαρκεί περίπου έξι ώρες παραπάνω από 365 ημέρες, δηλαδή 1/4 της ημέρας, με αποτέλεσμα κάθε τέσσερα έτη να δημιουργείται σφάλμα της τάξεως της μίας πλήρους ημέρας. Έτσι, στο ίδιο σύστημα έχει καθιερωθεί να προστίθεται μία ημέρα στο έτος ανα τέσσερα χρόνια (εκτός από τα έτη που διαιρούνται με το εκατό αλλά όχι και με το τετρακόσια και εκτός από τα έτη που διαιρούνται και με το εκατό και με το τέσσερις χιλιάδες), ώστε το σφάλμα των έξι ωρών να 'απορροφάται'.
Παλαιότερα ο λαός δεν γνώριζε την εξήγηση αυτή, και επειδή είχε τάση να προικίζει με υπερφυσικές ιδιότητες οτιδήποτε δεν μπορούσε να εξηγήσει, έπλαθε διάφορους μύθους και δοξασίες γύρω από τη «δίσεκτη χρονία».
Για να προσδιορίσουμε αν ένα έτος είναι δίσεκτο εφαρμόζουμε τα εξής:
- Ελέγχουμε το υπόλοιπο της ακέραιας διαίρεσης του έτους με το 4. Αν είναι μηδέν ελέγχουμε το υπόλοιπο της ακέραιας διαίρεσης του έτους με το 100. Αν αυτό το υπόλοιπο είναι διαφορετικό του μηδενός τότε το έτος είναι δίσεκτο.
- Αν από τον έλεγχο 1 δεν προκύψει ότι το έτος είναι δίσεκτο ελέγχουμε το ύπολοιπο της ακέραιας διαίρεσης του έτους με το 400. Αν είναι μηδέν τότε το έτος είναι δίσεκτο, άσχετα από το αποτέλεσμα του ελέγχου 1.
Η ημέρα που προστίθεται στο έτος κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι η 29η Φεβρουαρίου. Τα επόμενα δίσεκτα έτη είναι: 2016, 2020, 2024, 2028, 2032, 2036, 2040, 2044, 2048, 2052, 2056, 2060, 2064, 2068, 2072, 2076, 2080, 2084, 2088, 2092, 2096, 2104 κλπ . Το 2100 δεν είναι δίσεκτο.
Γιατί όμως το δίσεκτο έτος θεωρείται «γκαντέμικο»;
Οι προλήψεις που ακολουθούν το δίσεκτο έτος προέρχονται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι πίστευαν ότι τον Φεβρουάριο, το μήνα της εξιλέωσης και της λατρείας των υποχθόνιων θεοτήτων, κυκλοφορούσε για λίγες μέρες ανάμεσά τους ο Άδης και έφερνε πολλά δεινά. Γι΄αυτό μάλιστα τα δίσεκτα έτη δεν γινόταν έναρξη εργασιών με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπελιών, θεμελίωση σπιτιών, γάμοι και λοιπά.
Οι δεισιδαιμονίες για το δίσεκτο έτος μεταφέρθηκαν και στους Έλληνες ύστερα από την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους. Αυτός είναι ο λόγος που και στην ελληνική παράδοση τα δίσεκτα έτη θεωρούνται γρουσούζικα και ο κόσμος αποφεύγει τους γάμους, το κτίσιμο του σπιτιού, τις νέες επαγγελματικές δραστηριότητες και γενικά τους μακροχρόνιους συνεταιρισμούς ή σχέσεις. Εμπειρικά πάντως δεν έχουν καταγραφεί κακοτυχίες ή δυσάρεστα γεγονότα που να ενισχύουν αυτή την πεποίθηση.
«Πτυσσόμενο» έτος
Όλα ξεκίνησαν από την ανάγκη να εναρμονιστεί το τροπικό έτος (το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Γη για να κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον Ήλιο δηλαδή) με το καθημερινό-πολιτικό έτος των ημερολογίων (αυτό που χρησιμοποιείς στην ατζέντα σου).
Χωρίς την εναρμόνιση, σε βάθος χρόνου θα είχαμε τον Ιανουάριο καλοκαίρι και τον Ιούλιο χειμώνα. Δεν θα σου άρεσε, ε; Ούτε σε εμάς!
Έτσι, την «πάτησαν» οι Ρωμαίοι που από το 600 π.Χ. ακολουθούσαν το λεγόμενο ημερολόγιο του Νουμά, το οποίο είχε μεν 365 μέρες, αλλά κάθε 4 χρόνια προπορευόταν κατά σχεδόν μία μέρα. Όταν οι Ρωμαίοι έφτασαν να γιορτάζουν τις καλοκαιρινές γιορτές του θερισμού μέσα στον ημερολογιακό χειμώνα αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να κάνουν κάτι δραστικό.
Τη «λύση» έδωσε ο Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος καθιέρωσε την προσθήκη ημερών ή μηνών σε κάθε έτος, ώστε να ταιριάζει η μέτρηση του χρόνου με τις εποχές. Την ευθύνη μάλιστα για την προσθήκη των έξτρα ημερών ή μηνών είχαν οι ιερείς.
Επειδή όμως οι ιερείς, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, πρόσθεταν μέρες όποτε τους άρεσε, προκειμένου να παραμείνουν περισσότερο στην εξουσία οι ευνοούμενοί τους (ναι, είχαν και τότε τέτοια προβλήματα) έκαναν το ημερολόγιο… πτυσσόμενο και σίγουρα καθόλου λειτουργικό, αφού έφτασε ένα έτος να έχει κάποιες φορές σχεδόν 450 μέρες!
Και αφού αυτό δεν οδήγησε πουθενά, ο Ιούλιος Καίσαρ ανέθεσε το πρόβλημα στους φιλοσόφους και τους μαθηματικούς. Τη λύση βρήκε ο Έλληνας αστρονόμος Σωσιγένης, που πρότεινε να υιοθετήσουν το ημερολόγιο του Πτολεμαίου του Γ’, σύμφωνα με το οποίο κάθε τρία κανονικά χρόνια ακολουθεί ένα δίσεκτο (ό,τι ισχύει και σήμερα δηλαδή).
Και έτσι ο Φεβρουάριος, από τελευταίος μήνας του έτους, έγινε δεύτερος, μετά τον Ιανουάριο, και είχε 30 μέρες. Ανάμεσα στην 24 και 25 Φεβρουαρίου οι Ρωμαίοι πρόσθεταν κάθε 4 χρόνια μια επιπλέον ημέρα. Υπολόγιζαν δηλαδή την 24 Φεβρουαρίου δύο φορές και επειδή ήταν η έκτη μέρα πριν από την 1 Μαρτίου (που ήταν η αρχή του έτους για τους Ρωμαίους), η δεύτερη 24 Φεβρουαρίου που προστέθηκε ονομάστηκε δις έκτη μέρα, δηλαδή δεύτερη έκτη μέρα πριν από τον Μάρτιο (μπερδεύτηκες; Ξαναδιάβασέ το, είναι απλό). Με τον καιρό, ο όρος «δίσεκτο» έμεινε να χαρακτηρίζει ολόκληρο το έτος που έχει μια επιπλέον ημέρα.
Αργότερα οι Ρωμαίοι αφαίρεσαν από το Φεβρουάριο μια μέρα (έτσι τους άρεσε) και ύστερα επί Αυγούστου, προς τιμήν του αυτοκράτορα, αφαίρεσαν άλλη μία μέρα και την πρόσθεσαν στον Αύγουστο. Σου λύθηκε τώρα η απορία γιατί ο Φεβρουάριος έχει μόνο 28 και ενίοτε 29 ημέρες; Στην ουσία, χωρίς λόγο!
Το «πετσόκομμα» του Φεβρουαρίου δεν ενόχλησε καθόλου βέβαια τους Ρωμαίους, επειδή ο μήνας ήταν αφιερωμένος στους νεκρούς, στον ηθικό απολογισμό τους (τι είναι η ζωή, τι είναι ο άνθρωπος, τι έκανα μέχρι τώρα) και στη μετάνοια. Ίσα-ίσα μάλιστα χάρηκαν που μπορούσαν να ξεφορτωθούν το δυσάρεστο αυτό μήνα της εξιλέωσης (februare) μια ώρα αρχύτερα!