Η απεργία αποτελεί μέσο έκφρασης του δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας και μέσο άσκησης πίεσης εργαζομένων σε σχέση εξηρτημένης εργασίας κατά των εργοδοτών τους και κατά του κράτους όταν το τελευταίο λειτουργεί ως εργοδότης. Πρόκειται για τη μαζική άρνηση εργατικών ομάδων να εκτελέσουν εργασία. Οι απεργίες έγιναν αρχικά σημαντικές κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, όταν η μαζική εργασία έγινε σημαντική στα εργοστάσια και τα ορυχεία. Στις περισσότερες χώρες ετέθησαν γρήγορα εκτός νόμου, καθώς οι εργοστασιάρχες είχαν κατά πολύ μεγαλύτερη πολιτική εξουσία απ’ ό,τι οι εργάτες. Οι περισσότερες δυτικές χώρες νομιμοποίησαν εν μέρει την απεργία στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα ή στις αρχές του εικοστού.
Η τακτική της απεργίας έχει πολύ μεγάλη ιστορία. Περίπου στο τέλος της 20ης δυναστείας, υπό την εξουσία του Φαραώ Ραμσή Γ’ στην Αίγυπτο, δηλαδή περίπου 3500 χρόνια πριν, οι εργάτες της βασιλικής νεκρόπολης οργάνωσαν την πρώτη γνωστή απεργία ή εργατική εξέγερση στην ιστορία. Το γεγονός καταγράφηκε με λεπτομέρειες σε έναν πάπυρο της εποχής, που διατηρήθηκε, και βρίσκεται σήμερα στο Τορίνο.
Οι απεργίες έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για να αναγκάσουν τις κυβερνήσεις να αλλάξουν πολιτικές ή ακόμα για να ρίξουν μια κυβέρνηση. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι αυτό της απεργίας των ναυπηγείων του Γκντανσκ που καθοδηγήθηκε από τον Λεχ Βαλέσα. Η απεργία αυτή ήταν μια σημαντική απεργία στην πάλη για δημοκρατική ελευθερία στην Πολωνία, και επίσης ένα σημαντικό ορόσημο στο δρόμο για την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη.
Η γενική απεργία είναι μια απεργιακή κινητοποίηση από σύσσωμη την εργατική δύναμη μιας πόλης, περιοχής ή χώρας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα αυξανόμενα διεθνή εργατικά κινήματα συνηγόρησαν υπέρ γενικών απεργιών με βιομηχανικούς ή πολιτικούς στόχους.
Οι γενικές απεργίες ήταν συχνές στην Ισπανία στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπου ήταν πολύ δημοφιλής ο Αναρχοσυνδικαλισμός. Η μεγαλύτερη γενική απεργία στην πρόσφατη Ευρωπαϊκή ιστορία έγινε κατά τον Μαη του 1968 στη Γαλλία.
Πολλά αριστερά και σοσιαλιστικά κινήματα έχουν ελπίσει να εξαπολύσουν μια «ειρηνική επανάσταση» σε μια χώρα οργανώνοντας αρκετές απεργίες για να παραλύσουν ολοκληρωτικά τη χώρα. Έτσι με τον κρατικό και εταιρικό μηχανισμό ανάπηρο, οι εργάτες θα μπορούσαν να αναδιοργανώσουν την κοινωνία σε ριζικά διαφορετικές γραμμές. Η φιλοσοφία αυτή υποστηρίχτηκε από την αναρχο-συνδικαλιστική εργατική οργάνωση Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου, ιδιαίτερα στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν πολλά μέλη έλπιζαν να οργανώσουν «Μια Μεγάλη Ένωση» όλων των εργατών που θα εξαπέλυαν την γενική απεργία που θα τερμάτιζε για πάντα τον καπιταλισμό.
Ο όρος "γενική απεργία" μερικές φορές εφαρμόζεται σε μεγάλης κλίμακας απεργίες όλων των εργατών μια συγκεκριμένης βιομηχανίας, όπως η απεργία των εργατών Υφασμάτων (1934). Αυτές οι «γενικές» απεργίες, όσο μεγάλες κι αν είναι, εμπεριέχουν μόνο εργάτες που επιδιώκουν τα δικά τους άμεσα οικονομικά αιτήματα. Αντιθέτως, η κλασική γενική απεργία εμπεριέχει επίσης εργάτες που δεν έχουν κάποιο άμεσο οικονομικό όφελος από το αποτέλεσμα της απεργίας. Για παράδειγμα, στη Γενική Απεργία του Σαν Φρανσίσκο του 1934, και οι οργανωμένοι και οι εκτός συνδικάτων εργάτες απήργησαν για τέσσερεις μέρες ως διαμαρτυρία για τις τακτικές της αστυνομίας και των εργοδοτών που είχαν σκοτώσει δύο διαδηλωτές και σε υποστήριξη των αιτημάτων των λιμενικών φορτοεκφορτωτών και των ναυτικών.
Η διάκριση δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρη. Στην Απεργία των Οδηγών Φορτηγών του Μιννεάπολις το 1934, για παράδειγμα, πολλά κατασκευαστικά εργατικά σωματεία και οργανώσεις ανέργων εργατών απέργησαν σε συμπαράσταση με τους απεργούς οδηγούς φορτηγών και σε διαμαρτυρία εναντίον της αστυνομικής βίας εναντίον των διαδηλωτών. Χιλιάδες άλλοι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις υποστήριξης των απεργών. Ωστόσο, αυτές οι απεργίες συμπαράστασης, αν και ευμεγέθεις, δεν απέκτησαν ποτέ τη διάρκεια ή την εμβέλεια που χρειάζεται για να ανέλθουν σε μια «γενική απεργία», και η οργανωτές της απεργίας των Οδηγών Φορτηγών δεν την περιέγραψαν ως τέτοια.
Αξιοσημείωτες Γενικές Απεργίες
- Η Εξέγερση του 1820 στη Σκωτία
- Η Ρωσική Επανάσταση του 1905
- Η Γενική Απεργία στο Μπρίσμπειν του 1912
- Η Γενική Απεργία στην Γουίνιπεγκ του 1919
- Η Γενική Απεργία του Σιάτλ του 1919
- Η Βρετανική Γενική Απεργία του 1926
- Η Γενική Απεργία στον Σαν Φρανσίσκο του 1934
- Η Γενική Απεργία του Τολέδο του 1934
- Η Γαλλική Γενική Απεργία του Μάη του 1968
- Η Γενική Απεργία της Ουρουγουάης του 1973
- Η Γενική Απεργία στην Βόρεια Ιρλανδία του Μάη του 1974
- Η Ισπανική Γενική Απεργία του 1988
- Η Ιταλική Γενική Απεργία του 2002
- Η Πορτοκαλί Επανάσταση της Ουκρανίας του 2004
Λευκή απεργία είναι μια απεργιακή κινητοποίηση όπου οι υπάλληλοι εργάζονται μόνο κατά γράμμα των όρων εργασίας τους, ακολουθώντας τους κανονισμούς ασφαλείας ή άλλους κανονισμούς κατά γράμμα έτσι ώστε να δημιουργήσουν κώλυμα στην ομαλή διεξαγωγή των εργασιών. Αυτό θεωρείται λιγότερο αποτρεπτικό από την γενική απεργία, και ακολουθώντας τους κανονισμούς μειώνει τον κίνδυνο απόλυσης ή άλλης κινητοποίησης από την πλευρά του εργοδότη. Παραδείγματα συμπεριλαμβάνουν νοσοκόμες που δεν απαντούν τηλέφωνα, ή αστυνομικούς που αρνούνται να γράψουν κλήσεις.
Σε μερικές γλώσσες (όπως ρωσικά, φινλανδικά και εβραϊκά) είναι γνωστή ως ιταλική απεργία, αφού πιστεύεται ότι πρωτοεφαρμόστηκε στην Ιταλία το 1904. Στην Ιταλία είναι γνωστή ως sciopero bianco, απ' όπου προέρχεται και το Ελληνικό λευκή απεργία. Στα αγγλικά είναι γνωστή σαν work-to-rule