Μπορεί να υπάρχουν εργαζόμενοι με μισθούς πείνας, εργαζόμενοι απλήρωτοι, εργαζόμενοι μαύροι και αόρατοι, εργαζόμενοι πολλαπλών ταχυτήτων, ωστόσο υπάρχουν ακόμα σε νόμους δικλείδες προστασίας του μισθού, που αποτελεί και το εισόδημα επιβίωσης των εργαζομένων.
Σύμφωνα με την Α.Κ. 664, δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός του οφειλόμενου μισθού με ανταπαίτηση του εργοδότη (πλην της περίπτωσης ζημίας προκληθείσας εκ δόλου του μισθωτού), εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζόμενου και της οικογένειάς του. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, στο μέτρο που ο μισθός δεν υπόκειται σε συμψηφισμό, είναι κατ’ αρχήν και ακατάσχετος, ενώ δεν επιτρέπεται – και είναι άκυρη – η παραίτηση του μισθωτού από το νόμιμο μισθό του. Ακόμα, έχει κριθεί ότι η συστηματική καθυστέρηση από τον εργοδότη της καταβολής δεδουλευμένων μισθών, με σκοπό τον εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε παραίτηση, είναι δυνατό να αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του (Α.Π. 1203/1998, Ελ. Δικ. 2000, 93, ΝΟΜΟΣ).
Στα πλαίσια αυτά και με γνώμονα την ιδιαίτερη προστασία που χρήζει ο μισθός, η έννομη τάξη παρέχει στον εργαζόμενο ορισμένους τρόπους διεκδίκησης του μισθού του. Ειδικότερα, σε περίπτωση καθυστέρησης ή ματαίωσης της καταβολής του μισθού, υπάρχουν οι παρακάτω δυνατότητες:
- Προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας.
Ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας, το οποίο θα αποστείλει στον εργοδότη πρόσκληση για διενέργεια εργατικής διαφοράς. Κατά τη συζήτηση, τα μέρη είναι υποχρεούνται να παρίστανται αυτοπροσώπως ή δια εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου. Η διαδικασία έχει συμφιλιωτικό χαρακτήρα και δεν υπάρχει η δυνατότητα να επιβληθεί στον εργοδότη η καταβολή των διεκδικούμενων αποδοχών. Ωστόσο, ο Επιθεωρητής Εργασίας υποχρεούται να πάρει θέση σχετικά με τη διαφορά, συντάσσοντας και σχετικό πρακτικό.
- Επίσχεση εργασίας
Σύμφωνα με την Α.Κ. 325, αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση, συναφή με την οφειλή του, έχει δικαίωμα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, ωσότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (δικαίωμα επίσχεσης).
Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και στις εργασιακές σχέσεις, παρέχοντας το δικαίωμα στον εργαζόμενο που έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη του, στη συγκεκριμένη περίπτωση για την καταβολή του μισθού, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, μέχρι ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση εργασίας έχει ως συνέπεια να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και, για όσο δεν καταβάλλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, να οφείλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι το δικαίωμα επίσχεσης υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ., πράγμα που σημαίνει ότι η άσκησή του πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε. Σε αντίθετη περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική και, ως τέτοια, είναι παράνομη, με αποτέλεσμα να μην καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ενδεικτικά, το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς για αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 2094/2014, ΝΟΜΟΣ).
- Άσκηση Αγωγής – Αίτησης Ασφαλιστικών Μέτρων
Για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων του, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή, ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, η οποία θα εκδικαστεί με βάση την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (Κ. Πολ. Δ. 663 επ.). Είναι σημαντικό ότι με πρόσφατη τροποποίηση του ν. 4055/2012, ο νομοθέτης, αποσκοπώντας στην ταχεία διευθέτηση των εργατικών διαφορών, όρισε ότι η συζήτηση των αγωγών και των τακτικών ενδίκων μέσων επί των διαφορών για άκυρη απόλυση, μισθούς υπερημερίας και για καθυστερούμενους μισθούς, προσδιορίζεται υποχρεωτικά, μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή τους.
Τέλος, σε περίπτωση κατεπείγοντος, είναι δυνατό να λάβει χώρα και προσωρινή επιδίκαση, με βάση το άρθρο 728 Κ. Πολ. Δ., σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά, ως ασφαλιστικό μέτρο, εν όλω ή εν μέρει, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για εργατικό ατύχημα ή που οφείλεται από τη σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεώς της.