Τη δυσκολία των ανέργων να ενταχθούν στην αγορά εργασίας εξαιτίας της σχεδόν παντελούς έλλειψης ευκαιριών απασχόλησης, δείχνει ο δείκτης κενών θέσεων εργασίας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, μειώνεται συνεχώς.
Η μείωση μάλιστα αυτή, που παρουσιάζεται στο σύνολο της εγχώριας οικονομίας, παράλληλα με την επέκταση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας αλλά και την εσωτερική υποτίμηση στις αμοιβές της εργασίας, δείχνουν, σύμφωνα με τους ειδικούς, ότι παρά τη μικρή, αλλά σταθερή μείωση του ποσοστού ανεργίας, η απασχόληση διατηρείται σε ιδιαίτερα χαμηλά και άκρως ανησυχητικά επίπεδα.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) τόσο για την εξέλιξη των κενών θέσεων εργασίας στο άμεσο μέλλον, όσο και για τους βραχυχρόνιους δείκτες απασχόλησης, ωρών εργασίας και αμοιβών είναι αποκαλυπτικά της κατάστασης που επικρατεί στην εγχώρια αγορά εργασίας.
Αναλυτικά, για τις κενές θέσεις εργασίας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, το δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι κατά το Α' τρίμηνο του 2016 ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας παρουσιάζει μείωση κατά 2,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015, έναντι μείωσης 1,4% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του 2015 με το 2014.
Μάλιστα, από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι ενώ το 2014, από το Β΄ τρίμηνο και μετά υπήρξε μια μικρή αλλά ευδιάκριτη αύξηση των κενών θέσεων εργασίας (18.596 το Β' τρίμηνο έναντι 15.921 θέσεις το Α' τρίμηνο του 2014, 17.541 το Γ' τρίμηνο και 14.930 κενές θέσεις το Δ' τρίμηνο) το 2015 η πορεία ανακόπηκε, με αποτέλεσμα να παρατηρείται συνεχής μείωση έως και το Α' τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Να σημειωθεί ότι, η σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, "κενή θέση εργασίας" θεωρείται μια νεοδημιουργηθείσα θέση, ή μια θέση ήδη κενή ή μια θέση που πρόκειται να κενωθεί σύντομα, για την οποία ο εργοδότης έχει προβεί σε δραστικές ενέργειες για να βρει το κατάλληλο άτομο για να την καλύψει.
Η συνεχής μείωση των διαθέσιμων θέσεων εργασίας που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα επιτείνει ένα από τα δομικά προβλήματα της εγχώριας αγοράς εργασίας, της δυσκολίας εισόδου των νέων στην απασχόληση.
Πρόβλημα το οποίο με τη σειρά του οδηγεί, σε συνδυασμό με την υψηλή ανεργία, στη διατήρηση του ποσοστού απασχόλησης στην Ελλάδα σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Αλλά και οι βραχυχρόνιοι δείκτες απασχόλησης, ωρών εργασίας και αμοιβών, αποδεικνύουν την επικράτηση της ευελιξίας στην αγορά και την εσωτερική υποτίμηση στην αμοιβή της εργασίας, σε συνθήκες υψηλής ανεργίας και μειωμένης απασχόλησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κλάδοι όπως μεταποίηση, παροχή ενέργειας, μεταφορές, διοικητικές δραστηριότητες αλλά και κατασκευές στους οποίους παρατηρείται σημαντική αύξηση της απασχόλησης, δεν παρουσιάζουν αντίστοιχη αύξηση των ωρών απασχόλησης, ή των αμοιβών.
Ενδεικτικά, στον κλάδο της μεταποίησης, σε ετήσια βάση χωρίς καμία εποχική διόρθωση ή διόρθωση ως προς τον αριθμό των εργάσιμων ημερών, από το Α' τρίμηνο του 2015 έως το Α' τρίμηνο του τρέχοντος έτους, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,7%, ο δείκτης ωρών εργασίας κατά 4,4% και ο δείκτης αμοιβών κατά μόλις 1,9%.
Αντίστοιχα, στον κλάδο των μεταφορών - αποθήκευσης, η απασχόληση εμφανίζεται μέσα σε ένα χρόνο να αυξάνεται κατά 25,4%, οι ώρες εργασίας κατά 17,3% και οι αμοιβές κατά μόλις 5,6%. Μάλιστα, στον κλάδο των "επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων" παρά την αύξηση της απασχόλησης κατά 4,4% και των ωρών εργασίας κατά 10,1%, οι αμοιβές μειώθηκαν μέσα σε ένα χρόνο (Α' τρίμηνο 2015 με Α' τρίμηνο 2016) κατά 1,1%.
Υπάρχει βέβαια και ο κλάδος των κατασκευών, ο οποίος λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης των τελευταίων ετών, το εξεταζόμενο διάστημα και εξαιτίας πιθανότητα της επανεκκίνησης των μεγάλων έργων, παρουσιάζει αύξηση της απασχόλησης κατά 16,6%, και των ωρών εργασίας και των αμοιβών κατά 25,2% και 27,8% αντίστοιχα.