Με το με αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1061927 ΕΞ 2015/5.5.2015 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων δόθηκαν οδηγίες σχετικά με την παρακράτηση φόρου σε τόκους υπερημερίας που καταβάλλονται σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4172/2013.
«…1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 του Ν. 4172/2013 , ο όρος «τόκοι» σημαίνει το εισόδημα που προκύπτει από απαιτήσεις κάθε είδους, είτε εξασφαλίζονται με υποθήκη είτε όχι, και είτε παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη είτε όχι, και ιδιαίτερα εισόδημα από καταθέσεις, κρατικά χρεόγραφα, τίτλους και ομολογίες, με ή χωρίς ασφάλεια, και κάθε είδους δανειακή σχέση, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων ωφελημάτων (premiums), των συμφωνιών επαναγοράς (repos/reverse repos) και ανταμοιβών τα οποία απορρέουν από τίτλους, ομολογίες ή χρεόγραφα.
2. Όπως διευκρινίστηκε με την ΠΟΛ.1042/26.1.2015 εγκύκλιό μας, με την οποία δόθηκαν οδηγίες αναφορικά με τη φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (Ν.4172/2013), στην έννοια των τόκων εμπίπτουν κάθε είδους τόκοι, ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι τόκοι δανείων, οι τόκοι υπερημερίας λόγω συμβατικής υποχρέωσης, καθώς και οι τόκοι που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, ανεξάρτητα αν αυτές αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης.
3. Επίσης, με τις διατάξεις των περ. α΄ των παρ. 1 των άρθρων 62 και 64 του Ν. 4172/2013 ορίζεται ότι οι πληρωμές τόκων υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), ενώ με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 62 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι η παρακράτηση φόρου εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση της παραγράφου 1 σε περίπτωση που αυτός που λαμβάνει την πληρωμή, η οποία υπόκειται σε παρακράτηση φόρου είναι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του και δεν διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι για τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, εκτός αυτών που δεν είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και δεν διατηρούν στη χώρα μας μόνιμη εγκατάσταση, η παρακράτηση φόρου δεν εξαντλεί την υποχρέωσή τους για τα έσοδα από τόκους που αποκτούν, αλλά τα έσοδα αυτά συναθροιζόμενα με τα λοιπά έσοδά τους φορολογούνται ως έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με το φορολογικό συντελεστή της παρ. 1 του άρθρου 58 του Ν. 4172/2013, κατά περίπτωση, ανάλογα με τα τηρούμενα βιβλία (ΠΟΛ.1042/26.1.2015 εγκύκλιός μας).
Τα αναφερόμενα πιο πάνω, σχετικά με την παρακράτηση φόρου, έχουν εφαρμογή για πληρωμές που πραγματοποιούνται από τη 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά, και ειδικότερα για τόκους που καταβάλλονται ή πιστώνονται μετά την 1.1.2014….»
Στην ΠΟΛ.1099/27.9.2004 αναφέρεται ότι:
«Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 3091/2002 «Απλουστεύσεις και βελτιώσεις στη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 330/24-12-2002), από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διάταξης αυτής (24.12.2002) οι τόκοι υπερημερίας λόγω της μη έγκαιρης εξόφλησης του Τιμήματος πώλησης ή αμοιβής παροχής υπηρεσίας που συμφωνήθηκε στους συγκεκριμένους χρόνους και προθεσμίες, δεν συμπεριλαμβάνονται στη φορολογητέα αξία για την επιβολή του Φ.Π.Α. Επομένως από την ημερομηνία αυτή, στα σχετικά τιμολόγια που εκδίδονται, δεν επιβάλλεται Φ.Π.Α., (Σχετική η εγκύκλιος 1003624/191/Α0014/ ΠΟΛ.1006/14.1.2003 της 14ης Διεύθυνσης Φ.Π.Α).
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1β του άρθρου 57 του Ν. 1642/1986 (νυν άρθρου 63 του κώδικα Φ.Π.Α που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2859/2000 έχουν καταργηθεί τα τέλη χαρτοσήμου για τις πράξεις τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου αυτού. Μετά την ανωτέρω ρύθμιση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 3091/2002 , οι τόκοι υπερημερίας που απορρέουν από σχέσεις που υπάγονται στο Φ.Π.Α., δεν είναι αντικείμενο του φόρου αυτού. Επομένως αποτελούν αντικείμενο της φορολογίας χαρτοσήμου και για την εξόφληση αυτών επιβάλλεται το τέλος χαρτοσήμου που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του κώδικα χαρτοσήμου (3% πλέον εισφοράς υπέρ ΟΓΑ 20% επί του χαρτοσήμου), αφού δεν καλύπτονται πλέον από την απαλλακτική διάταξη της παρ. 1β του άρθρου 63 του κώδικα Φ.Π.Α. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου μιας σύμβασης, σχέσης κ.τ.λ. δεν συνεπάγεται απαλλαγή και των τόκων που απορρέουν από αυτή, εφόσον στην απαλλακτική διάταξη δεν γίνεται ρητή μνεία για απαλλαγή και των τόκων».
Συμπέρασμα:
● Οι τόκοι που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), σύμφωνα με τις διατάξεις των περ. α΄ των παρ. 1 των άρθρων 62 και 64 του Ν. 4172/2013.
● Στους επιδικαζόμενους τόκους επιβάλλονται τα τέλη χαρτοσήμου που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 13 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου (3% πλέον εισφοράς υπέρ ΟΓΑ 20% επί του χαρτοσήμου).