"Παρά τα περίφημα αλλά αμφισβητούμενα τραπεζικά stress tests, η ευρωπαϊκή τραπεζική οικονομία δεν πάει καλά. Και το γεγονός αυτό δεν θα παραμείνει χωρίς απώτερες αρνητικές συνέπειες, τόσο για την συνολική ανάπτυξη της ευρωζώνης όσο και για την πορεία της απασχόλησης.
Όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, ο τραπεζικός δανεισμός στην ευρωζώνη αυξάνεται με βραδύ ρυθμό και ο πληθωρισμός κυμαίνεται κάτω από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Οι πολιτικές νομισματικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στο σύνολό τους δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα. Τουλάχιστον όχι στην τρέχουσα συγκυρία.
Αντίθετα, μία αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ μπορεί να οδηγήσει στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας μέσα από την αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών, διευρύνοντας τα επιτοκιακά τους περιθώρια. Αυτό θα μπορούσε δε να μεταφραστεί σε κάποιες θέσεις εργασίας.
Δυστυχώς, όμως, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, οι τράπεζες διστάζουν να δανείσουν σε επιχειρήσεις διότι είναι αναγκασμένες να ανταπεξέλθουν σε αυστηρότερα κριτήρια για την κεφαλαιακή τους επάρκεια, όπως υποχρεώνει το ρυθμιστικό πλαίσιο μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008.
Υπό κανονικές συνθήκες, οι τράπεζες αυξάνουν το μετοχικό τους κεφάλαιο για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση. Όμως, σήμερα οι τράπεζες δεν έχουν την δυνατότητα να αντλήσουν κεφάλαια από την έκδοση μετοχών, διότι οι τιμές των μετοχών τους είναι πολύ χαμηλές. Μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν μάταιη, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς το κλίμα νευρικότητας που έχει τροφοδοτηθεί στις αγορές από επιφυλακτικούς επενδυτές.
Από την άλλη, η κερδοφορία τους έχει υποχωρήσει λόγω των χαμηλών επιτοκίων που επικρατούν τα τελευταία χρόνια. Η μείωση του βασικού κόστους δανεισμού σε μία οικονομία πιέζει τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών, που είναι η βασική πηγή εσόδων από την χορήγηση δανείων. Οπότε, οι τράπεζες δεν έχουν ούτε την επιλογή να αξιοποιήσουν τα κέρδη τους για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Ως εκ τούτου, η νομισματική πολιτική που ακολουθεί σήμερα η ΕΚΤ περιορίζει τον δανεισμό στην πραγματική οικονομία. Αντί να δανείζουν σε παραγωγικές μονάδες της οικονομίας, οι τράπεζες επενδύουν σε κρατικά ομόλογα με πολύ χαμηλές –ή και αρνητικές ακόμα– αποδόσεις.
Είναι η επιλογή με τις λιγότερες επιπτώσεις, εφόσον, εάν παρκάρουν τα αποθεματικά τους στην ΕΚΤ τότε θα επωμισθούν αρνητικό επιτόκιο -0,4%. Είναι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων για τις εμπορικές τράπεζες, που η ΕΚΤ έχει μειώσει σε αρνητικό πρόσημο ως μοχλό πίεσης για να αυξήσουν τον δανεισμό τους και να μην αδρανοποιούν τα κεφάλαιά τους.
Έτσι ξεκινά ένας φαύλος κύκλος. Η υψηλή ζήτηση για κρατικά ομόλογα οδηγεί σε ακόμη πιο αρνητικά επιτόκια, τα οποία πλήττουν την κερδοφορία των τραπεζών, αναχαιτίζουν την προσφορά δανείων και αυξάνουν αναγκαστικά την ζήτηση των τραπεζών για κρατικά ομόλογα.
Εάν η ΕΚΤ αποφασίσει τελικά την αύξηση των επιτοκίων, τότε οι τράπεζες θα καταφέρουν να ενισχύσουν την βάση των κεφαλαίων τους, εξομαλύνοντας κατ’ επέκταση την υφιστάμενη επιφυλακτικότητα που έχουν σε ό,τι αφορά την παροχή δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Θα υπάρξουν θετικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα στον μακροχρόνιο δανεισμό, και έτσι θα αποκομίσουν οφέλη οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτές δέχονται το μεγαλύτερο πλήγμα από τους περιοριστικούς όρους που ισχύουν σήμερα στον δανεισμό.
Από την στιγμή που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επωμίζονται πολύ υψηλό κόστος στις αγορές κεφαλαίου για να εκδώσουν ομόλογα, παραμένουν εξαρτημένες από τις παραδοσιακές δραστηριότητες του τραπεζικού κλάδου. Ενός κλάδου του οποίου η επιφυλακτικότητα δικαιολογείται από τις υπερβάσεις και τις καταχρήσεις του παρελθόντος."
Μπάρρυ Μουρ: Ελεύθερος χρηματοοικονομικός ανταποκριτής στις Βρυξέλλες