Αυτός ο θεμελιακός κανόνας ήταν που διαχώρισε τον προπολεμικό από τον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κόσμο. Σήμερα, όμως, όλα δείχνουν ότι αυτή η εποχή, που εμάς μας φαίνεται ως αυτονόητη, ίσως να είναι απλώς μια (μικρή) παρένθεση. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει νέες συγκρούσεις. Απλώς, μπορεί να σημαίνει αποκλίσεις και χωριστούς δρόμους.
Σήμερα, δεν τίθενται πια ζητήματα συσχετισμών στρατιωτικής ισχύος μέσα
στην Ευρώπη. Αντιθέτως, διαφοροποιήσεις οικονομικής ισχύος υπάρχουν όχι μόνον ανάμεσα στα κράτη μέλη, κυρίως μεταξύ βορρά και νότου, αλλά και στα εσωτερικά των ευρωπαϊκών κρατών.
Όμως, λ.χ., η βόρεια Γαλλία δεν απειλεί τη νότια με μέτρα που θα σήμαιναν το στραγγαλισμό ή την πτώχευσή της. Δεν το κάνουν, αντίστοιχα, ούτε η Ιταλία, ούτε καν η ίδια η Γερμανία, τα πρώην ανατολικά κράτη της οποίας δημοσιονομικά «σώζονται» ακόμα και σήμερα από τα πρώην δυτικά.
Γιατί; Επειδή στο εσωτερικό των κρατών οι ενώσεις είναι πραγματικές και κυρίαρχες, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά την οποία υπηρετούν οι δημοσιονομικές και λοιπές πολιτικές.
Κάτι τέτοιο, δεν συμβαίνει πλέον στην ίδια την Ευρώπη που, μάλλον, τείνει πια στο ακριβώς αντίθετο. Και τις οδύνες αυτής της μετάβασης ζούμε σήμερα.
Με ένα συμβολικό τρόπο, η Ευρώπη μοιάζει πια περισσότερο με το Βέλγιο, τη χώρα που φιλοξενεί την έδρα της και στην οποία έχει τεθεί ανοιχτά το ζήτημα της εσωτερικής διαίρεσης.
Το χορό σέρνει το Βερολίνο, που, πάντως, δεν είναι μόνο σε αυτή τη λογική. Η Γερμανία διανύει αυτή τη στιγμή τη χρυσή εποχή της. Με αδιανόητα πλεονάσματα και ανάπτυξη που δεν μπορούν να συγκριθούν με καμιάς άλλης σημαντικής ευρωπαϊκής χώρας, «νικάει» ακόμα και την Κίνα αφού έχει καταφέρει αντί να είναι μόνον εισαγωγέας των φτηνών προϊόντων της, να της πουλάει τα πανάκριβα δικά της.
Καμιά άλλη δημοκρατική χώρα, όπου οι εργαζόμενοι δεν είναι δούλοι, δεν πετυχαίνει σήμερα τέτοια ανταγωνιστικότητα αυτής της κλίμακας. Ετσι, το νέο «γερμανικό θαύμα» δίνει στο Βερολίνο πρωτοφανή ισχύ την οποία πολλές άλλες χώρες δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν. Αυτή είναι η πραγματικότητα, ανεξάρτητα και πέρα ακόμα και από τα υπάρχοντα προβλήματα του χρέους. Υπάρχουν ασφαλώς και οι χώρες που μπορούν να παρακολουθήσουν, όλες στο βορρά.
Οι Γερμανοί είναι πράγματι αξιοθαύμαστοι για τις επιδόσεις τους - άλλωστε πάντα ήταν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι δεν μπορούν να τις πλησιάσουν πρέπει να ισοπεδωθούν...
Δυστυχώς, τα πράγματα οδηγούνται εκεί, καθώς η γερμανική πολιτική δεν ήταν έτοιμη να διαχειριστεί τη νέα δύναμή της. Ή δεν είναι πρόθυμη.
Το Βερολίνο δεν θέλει πια περισπασμούς, περιορισμούς και καθυστερήσεις στην ξέφρενη αυτή πορεία, που ενώ σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε στο κοινό νόμισμα, τώρα αυτό τη φρενάρει, ακριβώς επειδή μετέχουν οικονομίες που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν. Κι έτσι, οι Γερμανοί καταφεύγουν σε αυτό που γνωρίζουν καλύτερα από κάθε τι άλλο να κάνουν: επιβάλλουν τη θέλησή τους, μέσα από τις προδιαγραφές ενός «νέου» ευρώ, όπως αυτό θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας.
Η γερμανική πολιτική, όσο και η ίδια η πραγματικότητα της διαφοράς οικονομικής ισχύος βορρά - νότου, ενθαρρύνουν έντονα και άλλες χώρες να λειτουργούν με φυγόκεντρες τάσεις. Και το ευρωπαικό σύστημα είναι τόσο πολύπλοκο, που αυτή η ενθάρρυνση μπορεί να κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε γιατί πραγματικά η Γερμανία επέμεινε να θέσει σε ισχύ τον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης από το 2013. Γιατί όχι από τώρα; Γιατί σε δύο χρόνια; Οσα τεχνικά επιχειρήματα και να επιστρατευθούν, δεν αλλάζουν την ουσία: οι Γερμανοί θέλουν, πριν ένας τέτοιος μηχανισμός τεθεί σε ισχύ, να είναι βέβαιοι ότι οι χώρες που ενδεχομένως θα τον χρειαστούν, θα έχουν ελαχιστοποιηθεί, ή και μηδενιστεί. Μέχρι το 2013, ή θα πρέπει να έχουν προσαρμοσθεί μέσα από τα εθνικά τους προγράμματα, ή δεν θα έχουν αντέξει, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Όλα αυτά, που έκαναν άλλωστε τη Γαλλία και την – εκτός ευρωζώνης Αγγλία – να στραφούν για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες στην ανάδειξη γεωπολιτικών εξωευρωπαικών επιλογών ισχύος με την υπόθεση της Λιβύης, φέρνουν και πάλι την Ευρώπη στα παλιά της, προπολεμικά πλαίσια, δηλαδή, εκείνα της επικράτησης των εθνικών εγωισμών και των ανταγωνισμών που αυτοί γεννούν.
Αυτό, δεν σημαίνει φυσικά ότι... η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Θα ήταν φαιδρό και να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο. Ασφαλώς όχι. Σημαίνει όμως, ότι η κοινή Ευρώπη σιγά σιγά ξεφτάει, ότι ο κοινός δρόμος, τελικά, μάλλον δεν προχωράει και άλλες λύσεις πρέπει να αναζητηθούν στη θέση του. Πλούσιοι και φτωχοί, έχουν πλέον μπροστά τους χωριστούς δρόμους...
gmalouchos@tovima.gr