Το πόρισμα αυτό συμπίπτει με τα παγκόσμια αποτελέσματα, ειδικά σε χώρες, όπως η Βραζιλία (93%), η Κίνα (94%) και η Ισπανία (91%).
Αντιθέτως, το 66% των ερωτηθέντων στην Ουγγαρία δηλώνει ότι δεν αισθάνεται αισθητά αυτή την αλλαγή. Επίσης, το 87% των Ελλήνων εργαζομένων σημειώνει ότι αναμένει μελλοντικά να αυξηθούν περαιτέρω οι απαιτήσεις της εργασίας τους. Το 81% δηλώνει, επίσης ότι οι απαιτήσεις της εργασίας τους έχουν αλλάξει σημαντικά εντός της τελευταίας πενταετίας.
Η έρευνα υποδεικνύει ότι στην Ελλάδα μόνον ένας στους πέντε (20%) εργαζόμενους ανησυχεί ότι δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί μελλοντικά στις απαιτήσεις της θέσης εργασίας του και το 91% αναφέρει ότι θα έκανε ό,τι είναι απαραίτητο, για να μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτές.
Περίπου οκτώ στους δέκα Έλληνες εργαζόμενους (83%) πιστεύουν ότι η διασφάλιση της αντιστοιχίας των ικανοτήτων και των αρμοδιοτήτων με τις απαιτήσεις της θέσης εργασίας είναι ευθύνη των εργοδοτών, συμβαδίζοντας με τις απαντήσεις των εργαζομένων στη Δανία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο και τη Σουηδία.
Τα τρία τέταρτα των Ελλήνων εργαζομένων (74%) θεωρούν ότι είναι και ευθύνη των ίδιων των εργαζομένων, γεγονός που συμβαδίζει με το παγκόσμιο αποτέλεσμα. Η Βραζιλία είναι η μόνη χώρα στην οποία οι ερωτηθέντες θεωρούν ότι είναι ευθύνη των εργαζομένων να καλύψουν το κενό μεταξύ των ικανοτήτων και των απαιτήσεων της θέσης.
Το 87% αναμένει, επίσης ότι η εργασιακή εμπειρία θα κατέχει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, ενώ το 91% πιστεύει ότι οι εργοδότες λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τους τις ψηφιακές ικανότητες, σε σύγκριση με την προηγούμενη πενταετία.
Το 85% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα υποστηρίζει ότι οι ψηφιακές ικανότητες θα γίνονται όλο και πιο σημαντικές για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους, ενώ το 74% αναφέρει ότι αναμένει πως η εκπαίδευση και τα επιπλέον σεμινάρια θα γίνουν ιδιαίτερα σημαντικά για τη θέση εργασίας τους.
Ο «δείκτης κινητικότητας» της Randstad για την αγορά εργασίας αξιολογεί την ετοιμότητα των εργαζομένων να αλλάξουν εργασία σε χρονικό ορίζοντα έξι μηνών.
Η ετοιμότητα του ατόμου βασίζεται στην τρέχουσα εργασιακή του ικανοποίηση, τον φόβο για ενδεχόμενη απόλυσή του, την ανάγκη του για νέες προκλήσεις και την αυτοπεποίθηση ότι θα καταφέρει να βρει νέα εργασία.
Ο δείκτης κινητικότητας στην Ελλάδα, για το γ' τρίμηνο του 2013, μειώθηκε σε σχέση με το β' τρίμηνο του ίδιου έτους, φθάνοντας από τις 104 μονάδες στις 102. Αυτό το αποτέλεσμα καταδεικνύει ότι λιγότεροι εργαζόμενοι αναμένουν να απασχοληθούν σε μία νέα εργασία για τους επόμενους έξι μήνες, σε σύγκριση με το περασμένο τρίμηνο.
Αντίθετα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δείκτης κινητικότητας, για το γ' τρίμηνο του 2013, αυξήθηκε στις 109 μονάδες από τις 108 του προηγούμενου τριμήνου.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, περισσότεροι εργαζόμενοι αναμένουν να απασχοληθούν σε μία νέα θέση εργασίας εντός του επόμενου εξαμήνου. Όπως και το προηγούμενο τρίμηνο στην Ελλάδα, το 13% είναι σε διαδικασία αναζήτησης εργασίας.
Από το σύνολο των ερωτηθέντων στην Ελλάδα, για το γ' τρίμηνο του 2013, το 15,5% δήλωσε ότι άλλαξε θέση εργασίας, κατά τους τελευταίους έξι μήνες, ποσοστό αυξημένο κατά 1,4%, σε σύγκριση με το β' τρίμηνο του 2013. Το 34% των συμμετεχόντων απάντησε ότι άλλαξε εργασία, το τελευταίο εξάμηνο, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες απασχόλησης, ενώ το 28%, λόγω προσωπικής επιθυμίας για αλλαγή και το 31%, λόγω δυσαρέσκειας προς τον εργοδότη. Το 8% του συνόλου των ατόμων που άλλαξε εργασία, κατά τους τελευταίους έξι μήνες, απασχολούνταν στον ίδιο εργοδότη για πάνω από 20 χρόνια, ενώ το 26% αυτών κατείχε την ίδια θέση εργασίας για μόλις δύο έτη.
Φόβοι για απώλεια εργασίας στην Ελλάδα
Ωστόσο, στην Ελλάδα ο φόβος απώλειας εργασίας, για το γ' τρίμηνο του 2013, αυξήθηκε στο 52%, μία αύξηση 6,5 ποσοστιαίων μονάδων, σε σχέση με το β' τρίμηνο του 2013.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο φόβος απώλειας εργασίας έχει μειωθεί στο 22%. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα από όσες συμμετείχαν στην έρευνα, στην οποία υπήρξε αύξηση στον συγκεκριμένο δείκτη.
Ενώ οι εργαζόμενοι σε χώρες, όπως η Δανία και το Λουξεμβούργο, παρουσιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα εργασιακής ικανοποίησης (78% και στις δύο), η τελευταία έρευνα Workmonitor αποκαλύπτει ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα (52%) και την Ουγγαρία (49%), είναι οι λιγότερο ικανοποιημένοι εργαζόμενοι της Ευρώπης.
Το ποσοστό της εργασιακής ικανοποίησης στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά μία ποσοστιαία μονάδα, σε σχέση με το β' τρίμηνο του 2013.
Εκτός Ευρώπης, τα χαμηλότερα ποσοστά εργασιακής ικανοποίησης παρουσίασε η Ιαπωνία (44%), ακολουθούμενη από το Χονγκ Κονγκ (47%) και τη Σιγκαπούρη (56%).
Η έρευνα Workmonitor υλοποιήθηκε, για πρώτη φορά, το 2003, και πλέον διεξάγεται σε 32 χώρες σε όλο τον κόσμο, καλύπτοντας την Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική. Η έρευνα Workmonitor της Randstad δημοσιεύεται τέσσερις φορές, ετησίως, αναδεικνύοντας τις τάσεις κινητικότητας σε βάθος χρόνου τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Ο «Δείκτης Κινητικότητας» εντοπίζει την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων και στοχεύει στην καταγραφή των προσδοκιών και του αισθήματος ασφάλειας που νιώθουν, καθώς και την πιθανότητα μετακίνησής τους σε διαφορετικούς εργοδότες μέσα σε ένα εξαμηνιαίο πλαίσιο. Έτσι, παρέχεται μία ουσιαστική κατανόηση των αισθητήρων της αγοράς και των τάσεων που διαμορφώνουν οι εργαζόμενοι. Πέραν από τις εργασιακές μετακινήσεις, μέρη της έρευνας αποτυπώνουν την εργασιακή ικανοποίηση και τα προσωπικά κίνητρα των εργαζομένων, μέσα από ένα εναλλασσόμενο σύνολο θεματικών ερωτήσεων οι οποίες αποτελούν μέρος της έρευνας.
Η έρευνα διεξάγεται, μέσω online ερωτηματολογίου και το δείγμα αποτελείται από άτομα ηλικίας 18-65 ετών, που εργάζονται τουλάχιστον 24 ώρες την εβδομάδα σε μία αμειβόμενη εργασία (όχι αυτοαπασχολούμενοι). Το ελάχιστο δείγμα για κάθε χώρα είναι 400 συνεντεύξεις, οι οποίες διεξάγονται από τη Survey Sampling International. Το εύρος του δείγματος στην Ελλάδα ήταν 405 συνεντεύξεις, ενώ η έρευνα για το γ' τρίμηνο του 2013 πραγματοποιήθηκε από τις 17 Ιουλίου έως τις 5 Αυγούστου του 2013.