Προχωράει προς υλοποίηση η απόφαση «βόμβα» του υπουργείου Οικονομικών για τη ρευστότητα όσων έχουν οφειλές στην εφορία, κατ’ επιταγήν του μνημονίου. Την ώρα που τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα 110-120 δισ. ευρώ -το ποσό μαμούθ των 82 δισ. ευρώ που δημοσιεύει το υπουργείο Οικονομικών δεν περιλαμβάνει τις προσαυξήσεις που τρέχουν εδώ και… δεκαετίες-, η απόφαση θα προβλέπει ότι με το πάτημα ενός κουμπιού θα δεσμεύονται αυτόματα όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί, εφόσον οι οφειλές του φορολογουμένου υπερβαίνουν τις 70.000 ευρώ.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες της «Κ», η απόφαση -η οποία πρέπει να εκδοθεί κατ’ επιταγήν του μνημονιακού νόμου του Αυγούστου- έχει προκαλέσει μεγάλο προβληματισμό στις τράπεζες αλλά και στο ίδιο το υπουργείο Οικονομικών, καθώς κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα την όποια προσπάθεια ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Οι θεσμοί, μετά τις αλλαγές που επέβαλαν στις 100 δόσεις, πιέζουν για νέα μέτρα που θα περιορίσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, κάτι που θα φέρει σε δύσκολη θέση περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια φορολογουμένους. Οι δανειστές επικαλούνται τα στοιχεία -μεταξύ των οποίων και του ΟΟΣΑ- που δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη χειρότερη θέση παγκοσμίως όσον αφορά την παραγωγή νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι δανειστές θα απαιτήσουν την επιβολή «αυτοματοποιημένων αναγκαστικών μέτρων» τα οποία, ακόμη και αν περιορίσουν το φαινόμενο των ληξιπρόθεσμων, θα «στραγγαλίσουν» τη ρευστότητα στην αγορά. Το σχέδιο της απόφασης που επεξεργάζεται το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει τα εξής: η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της ΓΓΔΕ, κατόπιν εντολής θα στέλνει λίστα στις τράπεζες με τους ΑΦΜ των οφειλετών που θα χρωστούν πάνω από το όριο που θα προβλέπει η απόφαση (το ποσό των 70.000 ευρώ μπορεί να διαφοροποιηθεί). Οι τράπεζες θα δεσμεύουν τα ποσά μέσα σε καθορισμένη ημερομηνία και θα επιστρέφουν στο υπουργείο Οικονομικών τα ποσά που εντόπισαν προκειμένου στη συνέχεια οι φορολογικές αρχές να προχωρούν σε κατασχέσεις. Ο προβληματισμός συνίσταται στο ότι κατά τη διαδικασία της δέσμευσης, η μια τράπεζα δεν θα γνωρίζει τι έχει πράξει η άλλη. Ετσι οι οφειλέτες κινδυνεύουν με «μπλοκάρισμα» του συνόλου των διαθεσίμων τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη λειτουργία τους- μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της κατάσχεσης και να «απελευθερωθούν» τα όποια υπόλοιπα απομείνουν.
Πέρα από το τεχνικό σκέλος της απόφασης, το ζήτημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία είναι μείζον και σε καθαρά οικονομικό επίπεδο. Το μνημόνιο ορίζει ρητά ότι μέσα στο 2016 θα πρέπει να εφαρμοστεί «εθνική στρατηγική είσπραξης, στην οποία θα συμπεριλαμβάνεται η περαιτέρω αυτοματοποίηση της είσπραξης οφειλών». Περαιτέρω αυτοματοποίηση σημαίνει επιβολή των αναγκαστικών μέτρων που προβλέπει ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων χωρίς να παρεμβαίνει -στο μέτρο του δυνατού- ανθρώπινο χέρι. Ετσι, εφαρμογή τέτοιων «πρακτικών» θα φέρει αντιμέτωπα με έναν απρόσωπο ηλεκτρονικό υπολογιστή περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια πολίτες καθώς τόσοι έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία, ενώ ο αριθμός μήνα με τον μήνα μεγαλώνει. Στο όλο σκηνικό που περιγράφεται από το μνημόνιο, έρχεται να προστεθεί και η αυστηροποίηση της ρύθμισης των 100 δόσεων. Από τους περίπου 728.000 οφειλέτες που παραμένουν εντός ρύθμισης αυτή τη στιγμή (ο αριθμός τους ήταν μεγαλύτερος το καλοκαίρι αλλά βαίνει μειούμενος καθώς υπάρχουν κάποιοι που έχουν ήδη εξοφλήσει και κάποιοι που έχουν εγκαταλείψει), θεωρείται εξαιρετικά πιθανό ένας πολύ μεγάλος αριθμός να απολέσει τα προνόμια λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των τρεχουσών φορολογικών υποχρεώσεων, που διογκώνονται.
Δυσκολεύει πολύ η παραμονή στη ρύθμιση των 100 δόσεων
Πολύ σύντομα θα εκδοθεί και νέα απόφαση εις βάρος των οφειλετών που μπήκαν στη ρύθμιση των 100 δόσεων. Εκτός από την υποχρέωση να αποπληρώνουν τα τρέχοντα μέσα σε 30 ημέρες, ενδέχεται να πιεστούν να αποπληρώσουν τα ληξιπρόθεσμα σε λιγότερες δόσεις, κάτι που θα καθορίζεται βάσει εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Κ», περισσότεροι από 272.000 είναι οι οφειλέτες που έχουν ζητήσει ρύθμιση σε περισσότερες από 60 δόσεις. Πολλοί από αυτούς κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με γενναία αύξηση του μηνιαίου ποσού που θα πρέπει να πληρώνουν στην εφορία λόγω μείωσης των δόσεων
Οι απαιτήσεις των δανειστών για τη διαχείριση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς την εφορία θα δημιουργήσουν ασφυκτικό περιβάλλον από τη στιγμή που θα ενεργοποιηθούν. Ηδη, σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων διεξάγονται συζητήσεις για την επίσπευση των διαδικασιών λήψης αναγκαστικών μέτρων στα πρότυπα άλλων χωρών του εξωτερικού. Ουσιαστικά, ζητείται από τις ελληνικές φορολογικές αρχές να υπάρχουν σαφώς καθορισμένες προθεσμίες και στην πράξη, μέσα στις οποίες:
• Θα πρέπει να ειδοποιείται ο φορολογούμενος για τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του (αυτό ισχύει και σήμερα και η ενημέρωση γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου).
• Θα πρέπει ο φορολογούμενος να ανταποκρίνεται είτε αποπληρώνοντας είτε ρυθμίζοντας το πολύ σε 12 δόσεις.
• Θα πρέπει να λαμβάνονται τα αναγκαστικά μέτρα σε περίπτωση μη καταβολής ή μη ρύθμισης.
Στο «οπλοστάσιο» της εφορίας, το βασικό όπλο θα είναι από εδώ και στο εξής η διευρυμένη δυνατότητα να βάζει «χέρι» στις καταθέσεις. Για τα ποσά που θα ξεπερνούν κάποιο όριο (προς το παρόν έχει οριστεί αυτό των 70.000 ευρώ) θα λειτουργεί η αυτόματη δέσμευση, ενώ για τα μικρότερα ποσά, θα υπάρχει η διευρυμένη (λόγω μείωσης των ορίων) δυνατότητα κατάσχεσης μισθών, συντάξεων και καταθέσεων.
Ουσιαστικά, προστατευμένο είναι μόνο το ποσό του μισθού ή της σύνταξης μέχρι το όριο των 1.250 ευρώ και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης έχει δηλώσει μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής του Taxisnet τον έναν και μοναδικό τραπεζικό λογαριασμό που θέλει να προστατέψει.
Οι εκπρόσωποι των δανειστών πιέζουν για το μεγάλο ξεκαθάρισμα στο θέμα των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων βλέποντας ότι η Ελλάδα «πρωταγωνιστεί» σε παγκόσμιο επίπεδο στην παραγωγή οφειλών προς την εφορία. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, στο τέλος του 2011, το ποσοστό των ληξιπρόθεσμων χρεών (συμπεριλαμβανομένων και των αμφισβητούμενων φόρων) ως προς τις καθαρές εισπράξεις φορολογικών εσόδων της συγκεκριμένης χρονιάς έφτασε στο εξωπραγματικό 103,5%.
Μοναδική χώρα μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ με χειρότερη επίδοση ήταν η Ιταλία με 207%. Ο μέσος όρος για τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ ήταν 22,6%, με τη Γαλλία να βρίσκεται στο 9,6%, τη Γερμανία στο 3,3%, την Ισπανία στο 11,7% κ.λπ.