Κορυφώνεται σήμερα το θείο δράμα. Σε κάθε γωνιά της γης, η Ορθοδοξία με κατάνυξη, ευλάβεια και συντριβή, βιώνει τα πάθη του Θεανθρώπου. Οι πιστοί συρρέουν στις εκκλησίες και παρακολουθούν την τελετή της αποκαθήλωσης. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η πιο θλιβερή μέρα τού χρόνου. Ολημερίς χτυπά η καμπάνα πένθιμη. Η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές του Εκκλησιαστικού έτους, με τις ακολουθίες της το λειτουργικό και υμνογραφικό πλούτο της. Το βράδυ, από άκρη σε άκρη της γης, οι Ελληνες, οι Ορθόδοξοι, ψάλλουν το “Ω γλυκύ μου έαρ”, καθώς το πένθος κορυφώνεται. Κρατώντας αναμμένα κεριά, ακολουθούν τις περιφορές των Επιταφίων, που είναι στολισμένοι με πολύχρωμα λουλούδια.
Η συγκίνηση κορυφώνεται, όταν μετά την περιφορά το σύνολο τού εκκλησιάσματος εισέρχεται πάλι στο ναό διαβαίνοντας κάτω από τον Επιτάφιο, που στην επαρχία τον συγκρατούν ψηλά τα μόλις απολυθέντα από το στρατό παλληκάρια. Με τον τρόπον αυτό παίρνουν οι πιστοί την ευλογία που θα τους συντροφέψει μέχρι τού χρόνου. Καταβαίνουν έτσι και οι άνθρωποι, για μια στιγμή, στον τάφο τού Χριστού. Θάβονται μαζι του για να συναναστηθούν το επόμενο βράδυ.
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μέρα απόλυτου πένθους για όλη την Χριστιανοσύνη, απόλυτης αργίας και νηστείας, η μέρα που γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος, όπου κορυφώνονται τα Πάθη του Χριστού και γίνεται η σταύρωση του Χριστού το ξημέρωμα τις ίδιας μέρας.
Την Ενάτη Ωρα της ημέρας λέει το «Τετέλεσται». Η θεία ψυχή Του κατεβαίνει στον Άδη. Το «Πρωτευαγγέλιο», η πρώτη χαρμόσυνη υπόσχεση του Θεού στους πεσμένους Προπάτορες, αρχίζει να εκπληρώνεται. Μέχρι λίγο πριν τις 11:00 το πρωί τελείται η λειτουργία των Μεγάλων Ωρών όπου οι γυναίκες μοιρολογούν και κλαίνε για τον Χριστό ενώ άλλοι προσκυνούν και αποτείνουν φόρο τιμής στον σταυρωθέντα Χριστό. Απ' τα ξημερώματα τις ίδιας μέρας ετοιμάζεται ο επιτάφιος και τελείται ολονυχτία στις περισσότερες εκκλησίες της Ελλάδας. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο Χριστός αποκαθηλώνεται και τοποθετείται στον Επιτάφιο όπου θα γίνει η περιφορά του το βράδυ.
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.Μέτρα γής ο στήσας,
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.
Ιησού Χριστέ μου,
Βασιλεύ του παντός,
τι ζητών τοις εν τω άδη ελήλυθας;
ή το γένος απολύσαι των βροτών.
Ο Δεσπότης πάντων
καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι καινώ κατατίθεται,
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.
Μετά των κακούργων
ως κακούργος, Χριστέ,
ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας,
κακουργίας του αρχαίου Πτερνιστού.
Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Άδης πως υποίσει
παρουσίαν την σήν,
και μη θάττον συντριβείη σκοτούμενος,
αστραπής φωτός σου αίγλη τυφλωθείς;
Ιησού, γλυκύ μοι
και σωτήριον φως,
τάφω πως εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;
ω αφάτου και αρρήτου ανοχής!
Απορεί και φύσις,
νοερά και πληθύς,
η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον
της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.
Ώ θαυμάτων ξένων!
ώ πραγμάτων καινών!
ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.
Και εν τάφω έδυς,
και των κόλπων, Χριστέ,
των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.
Αληθής και πόλου
και της γης Βασιλεύς,
ει και τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι,
επεγνώσθης πάση κτίσει, Ιησού.
Σου τεθέντος τάφω,
πλαστουργέτα Χριστέ,
τα του Άδου εσαλεύθη θεμέλια,
και μνημεία ηνεώχθη των βροτών.
Ο την γην κατέχων,
τη δρακί νεκρωθείς,
σαρκικώς υπό της γης νυν συνέχεται,
τους νεκρούς λυτρών της Άδου συνοχής."