Σε ικανοποιητικά επίπεδα κινούνται οι τιμές των σιτηρών στη χώρα μας, παρά την αύξηση της συνολικής παραγωγής, αποδεικνύοντας ότι τα δημητριακά παραμένουν μια δυναμική καλλιέργεια που μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικό εισόδημα, ακόμη και σε συνθήκες κρίσης.
Σκληρό και μαλακό σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι υπόσχονται κέρδη και βιωσιμότητα στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Την ανάπτυξη της καλλιέργειας δημητριακών ευνοεί το γεγονός ότι η χώρα μας είναι ελλειμματική σε παραγωγή μαλακού σιταριού, κριθαριού και αραβοσίτου. Η συγκομιδή των σιτηρών -αναφέρει στο ένθετο «Εργασία και Επαγγελματικές Ευκαιρίες» σύμφωνα με το ethnos.gr, ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος- έχει αρχίσει και συνεχίζεται για το σκληρό σιτάρι στη Θεσσαλία και την περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας.
Στη Βόρειο Ελλάδα το αλώνισμα, λόγω οψιμίσεως της παραγωγής και των τελευταίων βροχοπτώσεων, προβλέπεται να είναι λίγες ημέρες αργότερα σε σχέση με την Κεντρική Ελλάδα. Η χρονιά φαίνεται από τα πρώτα στοιχεία ότι θα είναι καλή όσον αφορά την ποσότητα αλλά και την ποιότητα των σιτηρών που αναμένεται να συγκομισθούν.
Ειδικά στη Θεσσαλία και τη Βοιωτία αναμένονται πολύ υψηλές αποδόσεις. Οσον αφορά τις τιμές στο σκληρό σιτάρι, αναμένεται να διαμορφωθούν γύρω στα 18-20 λεπτά το κιλό. Οι τιμές σε σχέση με την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο πιστεύεται ότι θα είναι χαμηλότερες από τις περυσινές που κυμάνθηκαν στα 24-26 λεπτά το κιλό, λόγω πιέσεων από τους διεθνείς παράγοντες.
Οσον αφορά το κριθάρι, ολοκληρώθηκε η συγκομιδή του στη Θεσσαλία, ενώ άρχισε και ολοκληρώνεται η συγκομιδή του και στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας όπου καλλιεργείται. Η παραγωγή στα κριθάρια στην περιοχή της Θεσσαλίας είναι καλή τόσο όσον αφορά την ποσότητα αλλά και την ποιότητα.
Πολλοί παραγωγοί κριθαριού φοβούνται ότι φέτος θα είναι μειωμένες οι τιμές του κριθαριού λόγω εισαγωγών από γειτονικές χώρες όπως έγινε και την προηγούμενη χρονιά. Αυτή την περίοδο οι τιμές του κριθαριού είναι στα 13-16 λεπτά το κιλό στις μη συμβολαιακές καλλιέργειες, ενώ φθάνουν όμως στα 17-18 λεπτά το κιλό στα κριθάρια που καλλιεργούνται για παραγωγή μπίρας στο πλαίσιο της συμβολαιακής γεωργίας με εταιρείες βυνοποίησης.
Σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας μειώθηκαν φέτος οι εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν με κριθάρια, επειδή πέρσι το σκληρό σιτάρι είχε καλές τιμές, με αποτέλεσμα την αλλαγή της καλλιέργειας από πολλούς παραγωγούς.
- Η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών το 2016 αναμένεται να ανέλθει σε 2.521 εκατομμύρια τόνους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, που αναφέρονται στην πρώτη πρόβλεψη που έγινε για τη τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO).
Η ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων σε σιτηρά και η σχετικά μειωμένη παγκόσμια ζήτηση οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι συνθήκες της αγοράς για τα βασικά είδη δημητριακών και τροφίμων φαίνεται να παραμένουν σταθερές για τουλάχιστον άλλη μία καλλιεργητική περίοδο, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΟΗΕ κ. Farhan Haq.
Η μικρή μείωση της παραγωγής δημητριακών για την περίοδο 2015/16 που προβλέπει ο FAO αντανακλά τη χαμηλότερη παγκόσμια παραγωγή μαλακού σιταριού, η οποία τώρα αναμένεται να περιορισθεί σε 712,7 εκατομμύρια τόνους, περίπου 20 εκατομμύρια τόνους λιγότερο από ό,τι το 2015.
Η μείωση αυτή προέρχεται κυρίως στις μικρότερες εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν στη Ρωσική Ομοσπονδία και στην Ουκρανία, λόγω της μεγάλης ξηρασίας που έπληξε αυτές τις χώρες.
- Ωστόσο, η παραγωγή αραβοσίτου αναμένεται να είναι αυξημένη κατά 1,1%, κυρίως εξαιτίας της αυξημένης καλλιέργειάς του στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ανοδικά θα κινηθεί η διεθνής παραγωγή και των άλλων δημητριακών, που μαζί με την αύξηση της παραγωγής του αραβοσίτου, του κριθαριού, και της βρώμης θα είναι υψηλότερη κατά 11 εκατ. τόνους σε σχέση με το 2015, κυρίως λόγω αυξήσεων στην παραγωγή του καλαμποκιού. Την ίδια στιγμή, η παραγωγή αραβοσίτου αναμένεται να μειωθεί στη Νότια Αφρική και στη Βραζιλία λόγω της ξηρασίας και των δυσμενών συνθηκών καλλιέργειας που συνδέονται με το φαινόμενο Ελ Νίνιο.
Το διεθνές εμπόριο σιτηρών στο 2016-17, ωστόσο, αναμένεται να μειωθεί για δεύτερη καλλιεργητική περίοδο κατά 1,4%, δηλαδή σε 365 εκατομμύρια τόνους, λόγω της ήδη υπάρχουσας άφθονης ποσότητας αποθεμάτων και τη μέτρια ζήτηση σε πολλές χώρες εισαγωγής.
- Τα βασικότερα ενδογενή προβλήματα του τομέα των σιτηρών είναι στη χώρα μας τα ακόλουθα:
• Υπάρχει αυξημένο κόστος παραγωγής και αντίστοιχη μείωση της ανταγωνιστικότητας κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους του κλήρου, του πολυτεμαχισμού της αγροτικής γης, της περιορισμένης και ανομοιόμορφης κατανομής των βροχοπτώσεων και, τέλος, της χαμηλής γονιμότητας των εδαφών (μονοκαλλιέργεια)
• Η διάθεση της παραγωγής εξαρτάται από τις διεθνείς συγκυρίες (παραγωγή, τιμές)
• Η εξαρτώμενη τιμή των σιτηρών από τα καιρικά φαινόμενα
• Η έλλειψη υποδομών (αποθηκευτικοί χώροι, σιλό, σύγχρονα γεωργικά μηχανήματα κ.λπ.) Εάν υπήρχαν οι κατάλληλοι αποθηκευτικοί χώροι, οι παραγωγοί θα διέθεταν την παραγωγή τους αργότερα με υψηλότερες τιμές.
• Η εισαγωγή δημητριακών από βαλκανικές χώρες με χαμηλό κόστος παραγωγής
- Ο τομέας των σιτηρών καλύπτει μεγάλες εκτάσεις της χώρας μας συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του αγροτικού εισοδήματος. Oι ευκαιρίες ανάπτυξης του τομέα συνοψίζονται στα ακόλουθα:
• Με την αξιοποίηση και επέκταση νέων βελτιωμένων τεχνικών της καλλιέργειας
• Με την αξιοποίηση νέων βελτιωμένων ποικιλιών
• Με τη συμβολαιακή γεωργία παρέχονται μεγάλες δυνατότητες συνεργασίας παραγωγών σκληρού σίτου με βιομηχανίες ζυμαρικών
• Με τη δυνατότητα προώθησης νέων ποικιλιών στις ευρωπαϊκές αγορές
• Με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της εσωτερικής παραγωγής σιτηρών της ΕΕ σε σχέση με τα εισαγόμενα προϊόντα, η οποία θα επιτρέψει να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο ή ακόμα και να αυξηθούν οι εμπορικές διέξοδοι και ιδιαίτερα στον τομέα των ζωοτροφών
• Με το όφελος από τις ευκαιρίες της παγκόσμιας αγοράς, της οποίας ο όγκος των συναλλαγών αναμένεται ότι θα αυξηθεί μεσο-μακρο-πρόθεσμα, σημαντικά.
Εξαγωγές 175.000 τόνων σκληρού σίτου ετησίως
Τα σιτηρά θεωρούνται από τα πλέον σημαντικά φυτά για τη διατροφή του ανθρώπου, επειδή είναι πλούσια πηγή πρωτεϊνών, βιταμινών, ιχνοστοιχείων κ.ά. Τα κυριότερα σιτηρά είναι: το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, η βρώμη, το καλαμπόκι. Οι χρήσεις των προϊόντων των σιτηρών ποικίλλουν, αφού αποτελούν βασικό είδος συντήρησης του ανθρώπου, παρέχοντάς του το 45% της απαραίτητης γι’ αυτόν ενέργειας, αλλά αποτελούν επίσης τα βασικά στοιχεία της διατροφής των κτηνοτροφικών ζώων.
- Οι πιο σημαντικές χώρες παραγωγής σιταριού στον κόσμο είναι οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ενωση, η Ινδία, ο Καναδάς, η Αργεντινή και η Αυστραλία. Οι πέντε μεγαλύτερες χώρες παραγωγής μαλακού σιταριού στην ΕΕ είναι: Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Πολωνία και Ρουμανία.
Το σκληρό σιτάρι χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή ζυμαρικών και πολύ λιγότερο στην κτηνοτροφία. Το αλεύρι από τα σπέρματα του μαλακού σιταριού χρησιμοποιείται στην αρτοποιία και δευτερευόντως στην κτηνοτροφία.
Ο καρπός του κριθαριού χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ανθρώπων ή των ζώων, αλλά και αναμεμειγμένος με σιτάρι, για τη διατροφή των ανθρώπων, ενώ αποτελεί και την κυριότερη πρώτη ύλη για την παρασκευή της μπίρας (ζυθοποιία).
Η σίκαλη στη χώρα μας καλλιεργείται κυρίως για το καλάμι της, που χρησιμοποιείται σε συσκευασίες εύθραυστων ειδών, στην κατασκευή ψαθών, καλαθιών, καπέλων και κοινού χαρτιού. Ο καρπός της χρησιμοποιείται στην παρασκευή ψωμιού, οινοπνευματωδών ποτών αλλά και στις ζωοτροφές.
Ο αραβόσιτος χρησιμοποιείται ως συστατικό της διατροφής του ανθρώπου και των ζώων. Ειδικότερα το χλωρό καλαμπόκι αλλά και το ενσίρωμά του βοηθά στην αύξηση της γαλακτοπαραγωγής των αγελάδων και οι ξηρές κορυφές χρησιμεύουν για τροφή των ζώων.
- Στη χώρα μας καλλιεργούνται ετησίως περίπου 10-11 εκατομμύρια στρέμματα με σιτηρά. Το σκληρό σιτάρι αποτελεί το 60% των καλλιεργούμενων εκτάσεων με σιτηρά, δηλαδή περίπου 5,5- 6 εκατομμύρια στρέμματα, ενώ αποτελεί το 34% της συνολικής παραγωγής σιτηρών.
Στο μαλακό σιτάρι οι καλλιεργούμενες εκτάσεις κυμαίνονται στα 1,8-2 εκατομμύρια στρέμματα, στο κριθάρι γύρω από 1,5 εκατομμύριο στρέμματα και στον αραβόσιτο γύρω από 1,5-1,8 εκατομμύρια στρέμματα.
- Οι κυριότεροι νομοί παραγωγής σκληρού σίτου είναι η περιοχή του Εβρου και οι περιοχές της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας, της Μαγνησίας, του Κιλκίς, της Χαλκιδικής, ενώ του μαλακού σίτου είναι οι νομοί Κοζάνης, Γρεβενών, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς.
Η χώρα μας εξάγει περίπου 165-175.000 τόνους σκληρού σίτου ετησίως και εισάγει 50-56.000 τόνους, αντίθετα στο μαλακό σιτάρι είναι ελλειμματική, εισάγει περίπου 1.000.000 τόνους και εξάγει γύρω στις 95.000 τόνους. Επίσης είναι ελλειμματική σε κριθάρι και σε αραβόσιτο. Οσον αφορά τον αραβόσιτο, εισάγει 530.000-540.000 τόνους και εξάγει 110.000-120.000 τόνους, ενώ όσον αφορά το κριθάρι εισάγει 300.000 τόνους και εξάγει 10.000 τόνους.