Θλίψη και αποντροπιασμό αποτελεί η στάση των βιομηχάνων μέσω του πρόεδρου τους Θεόδωρου Φέσσα, ο οποίος σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δεν ντράπηκε να υποστηρίξει πως ναι μεν είναι χαμηλός ο βασικός μισθός σε σχέση με ο βιοτικό επίπεδο, αλλά για τους σημερινούς ανέργους θα ήταν προτιμότερος αυτός ο μισθός και η χαμηλή αμοιβή από τον εφιάλτη που ζουν.....
Δεν σκέφτηκε ότι κερδίζουν στον εφιάλτη των υπολοίπων, άρα να αυξήσουν θέσεις εργασίας και αποδοχές, αλλά σκέφτηκε ότι τα ψυχούλα «χορταίνουν» στο άκουσμα από την αλήθεια που είναι η πείνα και η εξαθλίωση.....
Ο εκπρόσωπος μάλιστα των βιομηχάνων, μίλησε και για τις ομαδικές απολύσεις με την φράση: «Οι ομαδικές απολύσεις είναι ένα δυσάρεστο μέτρο που θα πρέπει να εφαρμόζεται με ιδιαίτερη μέριμνα και μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις».
Δεν ανησυχούμε...θα τις βρουν τις «έκτακτες περιπτώσεις»......
- Ερ: Σε μία οικονομία που βιώνει βαθιά ύφεση και μία πρωτοφανή αποεπένδυση, πιστεύετε ότι θα κερδίσουμε το στοίχημα της ανάκαμψης και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας με περαιτέρω «απορρύθμιση» της αγοράς εργασίας;
- Ερ: Ποια είναι η θέση του ΣΕΒ για τις ομαδικές απολύσεις; Θεωρείτε ότι δεν είναι επαρκές το ισχύον πλαίσιο;
- Ερ: Το λοκ άουτ, αν και δεν ισχύει στην πλειονότητα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, είναι ακόμη ένα ζήτημα που έχει τεθεί στον δημόσιο διάλογο για τα εργασιακά. Είστε υπέρ της εφαρμογής του στην Ελλάδα; Επίσης, έχετε ταχθεί δημοσίως υπέρ της αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου. Ποια είναι τα σημεία που θέλετε να αλλάξουν;
Απ: Γίνεται πολύς θόρυβος, χωρίς να βλέπουμε την ουσία των πραγμάτων. Το λοκ άουτ παίρνει υπερβολικές διαστάσεις στην πολιτική ατζέντα, χωρίς να μπορεί να προσφέρει πολλά πράγματα σε μία επιχείρηση. Οπωσδήποτε, είναι ένας τρόπος άμυνας απέναντι σε καταχρηστικές απεργίες, αλλά δεν είναι η λύση. Οι ρυθμίσεις σχετικά με τις απεργίες και ο συνδικαλιστικός νόμος πάσχουν σε άλλα σημεία, που πρέπει να προταχθούν ως προτεραιότητες στην επικείμενη διαπραγμάτευση, όπως είναι η υπερβολική προστασία των συνδικαλιστών, οι συνδικαλιστικές άδειες και η καταβολή της αμοιβής τους από τον εργοδότη, καθώς και θέματα σχετιζόμενα με την αντιπροσωπευτικότητα. Αυτά είναι τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν κατά προτεραιότητα.
- Ερ: Mνημονιακές ρυθμίσεις, όπως η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία μέσω του ΟΜΕΔ, ακυρώθηκαν από το ΣτΕ. Γιατί επιμένετε να ζητάτε την επανεξέταση του θεσμού της διαιτησίας;
Απ: Η ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων νοθεύεται δραστικά στην Ελλάδα από τη λειτουργία του συστήματος υποχρεωτικής διαιτησίας. Στην υποχρεωτική διαιτησία προσφεύγει ένα από τα δύο μέρη, χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου, όταν αποτύχουν, ουσιαστικά ή τεχνητά, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Και λέω τεχνητά, γιατί η μία πλευρά μπορεί εσκεμμένα να προκαλέσει ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, όταν γνωρίζει ότι ο διαιτητής θα της δώσει περισσότερα από ότι θα μπορούσε ποτέ να διαπραγματευθεί με τον εργοδότη, πράγμα που συμβαίνει κατά κόρον στην ελληνική πραγματικότητα.
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) κρίνει ότι η υποχρεωτική διαιτησία είναι αντίθετη προς τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Τα αρμόδια όργανατου ILO έχουν κρίνει ότι η ελληνική υποχρεωτική διαιτησία είναι αντίθετη προς την ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Βέβαια, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε το 2014 ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο από το Σύνταγμα να εγκαταστήσει έναν μηχανισμό υποχρεωτικής διαιτησίας, με στόχο την προστασία τής κοινωνικής ειρήνης. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι πρέπει να αναπαράγεται το μοντέλο του παρελθόντος.
Παράλληλα, οι βελτιωτικές ρυθμίσεις που έγιναν μετά την απόφαση του ΣτΕ δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί στην πράξη και είμαστε πολύ επιφυλακτικοί ότι δεν θα αποφύγουμε τελικά μεροληπτικές αποφάσεις, όπως στο παρελθόν. Στο ζοφερό σημερινό κλίμα, τέτοιες αποφάσεις μπορεί να εκτινάξουν στα ύψη τα μισθολογικά κόστη των επιχειρήσεων, επιτείνοντας τα προβλήματα επιβίωσης μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων και αποθαρρύνοντας τους επενδυτές να βάλουν τα χρήματά τους στη χώρα μας.
- Ερ: Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον κατώτατο μισθό. Συμφωνείτε να επανέλθει η διαμόρφωσή τους στα χέρια των κοινωνικών εταίρων;
Aπ: Αίτημα του ΣΕΒ, όπως και της ΓΣΕΕ, είναι να καθορίζεται ο κατώτατος μισθός με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν πάρει τα μαθήματά τους από το παρελθόν στο πεδίο αυτό και διαπίστωσαν -εκ των υστέρων- ότι οι γενναίες αυξήσεις, που δόθηκαν στα χρόνια της ευφορίας, χωρίς προσεκτική μελέτη των οικονομικών στοιχείων, υπονόμευσαν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Όσο η χώρα μας βρίσκεται σε πρόγραμμα, είναι πιθανόν να μην είναι εφικτή η επαναφορά της ΕΓΣΣΕ. Θα μπορούσε, όμως, κατ' ελάχιστον να απλοποιηθεί η διαδικασία καθορισμού κατώτατου μισθού (που έχει προβλεφθεί νομοθετικά) και να μειωθεί ο αριθμός των εμπλεκομένων στη διαβούλευση. Η εκπροσώπηση των κοινωνικών εταίρων να είναι από αυτούς τους φορείς που υπογράφουν την ΕΓΣΣΕ. Όσον αφορά στα υπόλοιπα θέματα των εργασιακών σχέσεων, η πρόταση του ΣΕΒ είναι να υπερισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις στο επίπεδο της επιχείρησης.
- Ερ: Εννοείτε και τις ΔΕΚΟ;
Απ: Όχι. Οι θέσεις αυτές αφορούν μόνο στον ιδιωτικό τομέα και αφήνουν εκτός τους δημοσίους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ. Και αναφέρω χωριστά τις ΔΕΚΟ, γιατί τυπικά μόνον λειτουργούν με βάση τους κανόνες τους εργατικού δικαίου του ιδιωτικού τομέα. Στην πράξη, τα πράγματα στις ΔΕΚΟ έχουν ξεφύγει τα τελευταία 30 χρόνια. Αντιμετωπίστηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις σαν εκλογική λεία, με τις διοικήσεις να εμπλέκονται στα συστήματα κομματικής πελατείας.
Παρά τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, οι επιχειρήσεις αυτές διοικήθηκαν προς όφελος των μεμονωμένων ομάδων και όχι του συνόλου των πολιτών. Η συνήθης ισορροπία συμφερόντων μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων έχει διαταραχθεί, επομένως εκεί χρειάζονται ειδικές ρυθμίσεις που τις υπαγορεύει το δημόσιο συμφέρον, όπως, επίσης, ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις όταν τέτοιες επιχειρήσεις εισέρχονται στον αμιγώς ιδιωτικό τομέα μετά από αποκρατικοποίηση.
- Ερ: Τελικά πιστεύετε ότι με κατώτατο μισθό 586 ευρώ μπορεί να επιβιώσει μία οικογένεια σήμερα;
Απ: Η αλήθεια είναι ότι το κατώτατο όριο είναι χαμηλό σε σχέση με το μέσο επίπεδο διαβίωσης, που όλοι επιθυμούμε να υπάρχει στη χώρα μας.
Τα 586 ευρώ δεν αρκούν για την επιβίωση μίας οικογένειας. Παρόλα αυτά, για το ένα εκατομμύριο ανέργους, ασφαλώς, θα ήταν καλύτερο να έχουν μία χαμηλή αμοιβή, αντί να ζουν έναν παρατεταμένο εφιάλτη. Θέσεις εργασίας για τους ανέργους και αυξήσεις αμοιβών για τους εργαζόμενους μπορούν να έλθουν μόνο όταν αρχίσει να αναπτύσσεται πάλι ο ιδιωτικός τομέας. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε οι επιχειρήσεις και οι φορείς εκπροσώπησής τους.
- Ερ: Πιστεύετε ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού είναι βιώσιμη; Είδαμε ότι ο ΣΕΒ συναίνεσε στην πρόσκαιρη αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, σας βρίσκει, όμως, σύμφωνους το νέο πλαίσιο, συνολικά;
Απ: Ασφαλιστική μεταρρύθμιση, που καλύπτει μόνο δημοσιονομικούς στόχους και δεν προσαρμόζεται στα δεδομένα του 21ου αιώνα, δεν είναι βιώσιμη. Πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε το ασφαλιστικό σύστημα σαν μηχανισμό αναδιανομής, και να το δούμε σαν εργαλείο ανάπτυξης, κοινωνικής και διαγενεακής δικαιοσύνης. Αυτοί που πληρώνουν σήμερα δεν μπορούν να ζουν με την αβεβαιότητα ότι δεν θα πάρουν σύνταξη αύριο σε μία κοινωνία με υψηλή ανεργία, ήδη υψηλές εισφορές, που γερνά γρήγορα.
Δυστυχώς, το σύστημα εξακολουθεί να αμείβει όσους το δημιούργησαν, προνομιούχους εντός των τειχών και όχι όσους εργάζονται ή θέλουν να βρουν δουλειά. Φορτώνουμε στην πλάτη της γενιάς της κρίσης ένα άδικο ασφαλιστικό σύστημα. Έγιναν περικοπές με μία λογική της δεκαετίας του '50, ενώ σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα, κυβερνήσεις και εταίροι συζήτησαν διεξοδικά, πριν καταλήξουν σε μικτά συστήματα. Φοβάμαι ότι αν δεν δούμε συνταρακτικές αλλαγές στην οικονομία, ίσως χρειαστεί και άλλη «μεταρρύθμιση» σε 2-3 χρόνια.
Σε ότι αφορά στον ΣΕΒ, οι μεγάλες επιχειρήσεις άρχισαν, ήδη, να νιώθουν την επίδραση των συνεπειών. Δεν είναι μόνο, πλέον, οι άνεργοι νέοι που προσανατολίζονται στο εξωτερικό για δουλειά. Είναι και τα πιο άξια υψηλόβαθμα στελέχη, που έχουν σημαντικούς μισθούς στην Ελλάδα. Με τον σημερινό συνδυασμό εισφορών και φόρων, με την έλλειψη παροχών και συντάξεων από το κράτος, με τις χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες, σημαίνει ότι από την αμοιβή για πέντε μέρες δουλειάς, οι τρεις και πλέον πηγαίνουν στο κράτος, με ελάχιστη απτή ανταπόδοση. Πριν να είναι αργά, ένας νέος κύκλος κοινωνικού διαλόγου πρέπει να ξεκινήσει."