Ευκαιρίες υπό προϋποθέσεις αλλά και κινδύνους κρύβει για τους δανειολήπτες η πώληση των «κόκκινων» δανείων σε funds, που δρομολογείται από ορισμένες τράπεζες εντός του 2016, για πρώτη φορά μετά αρκετά χρόνια.
Για αρκετούς οφειλέτες μπορεί να αποτελέσει μια νέα, ίσως και τελευταία ευκαιρία να απαλλαγούν από δάνεια του παρελθόντος, αποπληρώνοντας, ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής τους οφειλής και αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο δικαστικές εμπλοκές που μπορεί να τους ταλαιπωρήσουν. Σε κάθε περίπτωση, η πώληση δανείων σε funds σηματοδοτεί το ξεσκόνισμα έπειτα από πολλά χρόνια των ξεχασμένων φακέλων που στοιβάζονται στα συρτάρια των τραπεζών όλη την περίοδο της κρίσης. Η διαδικασία αυτή θα έχει και χαμένους, αφού όσοι δεν καταφέρουν να βρουν μια συμβιβαστική λύση για την εξόφληση των οφειλών τους, θα αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την ενεργοποίηση των δικαστικών ενεργειών, δηλαδή καταγγελία της σύμβασης, έκδοση διαταγής πληρωμής και πλειστηριασμός ή κατάσχεση.
Βασικό χαρακτηριστικό τονίζει η "Καθημερινή", που διακρίνει τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ένα fund που αγοράζει «κόκκινα» δάνεια, είναι συνήθως το άμεσο κέρδος. Ετσι σε αντίθεση με την πρακτική της τράπεζας που επιδιώκει να ρυθμίσει ένα καταναλωτικό δάνειο σε βάθος δεκαετίας, η λογική του fund είναι να εισπράξει όσα περισσότερα μπορεί σε όσο το δυνατόν πιο σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως δύο ή τρία χρόνια, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι είναι διατεθειμένο να χάσει χρήματα ή ότι απεμπολεί το δικαίωμα να εισπράξει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί από μια συναλλαγή. Η δραστηριοποίησή τους στην Ελλάδα γίνεται συνήθως μέσω δικηγορικών γραφείων, τα οποία αναλαμβάνουν την επικοινωνία με τους δανειολήπτες σε μια προσπάθεια να βρεθεί λύση για την οφειλή τους. Εάν αυτό δεν καταστεί δυνατό, επόμενο βήμα είναι η ενεργοποίηση των δικαστικών ενεργειών που φτάνουν έως την κατάσχεση, συνήθως κινητής περιουσίας, αφού πρόκειται για δάνεια, οι οφειλέτες των οποίων δεν διαθέτουν ακίνητη περιουσία. Η διαδικασία αυτή θα ακολουθηθεί σε περίπτωση που η αγορά του δανείου γίνει με στόχο την ανάκτηση μέρους της οφειλής.
Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή στόχος είναι και η διαχείριση του δανείου, δηλαδή να βρεθούν μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες λύσεις ρύθμισης, τότε το fund θα πρέπει να εξασφαλίσει άδεια εταιρείας διαχείρισης και να ακολουθήσει τους κανόνες του Κώδικα Δεοντολογίας, που επιβάλλει η ΤτΕ, μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη.
Με δεδομένο τη βραχυπρόθεσμη στόχευση για την ανάκτηση της οφειλής, οι εταιρείες που αγοράζουν δάνεια, λειτουργούν περίπου σαν εκκαθαριστές. Προκρίνουν έτσι την άμεση είσπραξη ενός μέρους της οφειλής, προτείνοντας στους πελάτες δύο ή τρεις δόσεις για την εξόφληση του μισού ή ακόμα και του ενός τρίτου της οφειλής. Ετσι, εάν κάποιος χρωστάει π.χ. 30.000 ευρώ και δεν διαθέτει κινητή ή άλλη περιουσία ή εισοδήματα, ένας εύλογος διακανονισμός μπορεί να είναι η εξόφληση σε μία, δύο ή τρεις δόσεις 10.000 ευρώ για να απαλλαγεί οριστικά. Στελέχη που γνωρίζουν τον χώρο εξηγούν, ωστόσο, ότι η τελική τιμή μπορεί να φτάσει ακόμη πιο κάτω.
Κλειδί για το κατά πόσον η πώληση μπορεί να αποβεί επωφελής για τον ίδιο τον δανειολήπτη, είναι η τιμή στην οποία έχει πουλήσει η τράπεζα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι όσο πιο χαμηλή είναι η τιμή πώλησης από την τράπεζα τόσο πιο φθηνή μπορεί να γίνει για τον ίδιο τον δανειολήπτη η αποπληρωμή της οφειλής του. Σε αυτή τη φάση, άλλωστε, οι τράπεζες προτίθενται να πουλήσουν δάνεια, που είναι σε οριστική καθυστέρηση για πάνω από δύο ή τρία χρόνια και τα οποία στην πλειονότητά τους έχουν καταγγελθεί. Πρόκειται για δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, δηλαδή υποθήκες, αλλά και για πελάτες που συνήθως δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία. Για τα δάνεια αυτά έχουν γίνει προβλέψεις σε ποσοστό έως και 90% και με αυτή την έννοια η τράπεζα μπορεί να το πουλήσει ακόμα και στα 10 ευρώ ανά 100 ευρώ δανείου ή ακόμα χαμηλότερα, δηλαδή στα 5 ευρώ, εγγράφοντας μικρή ζημία.