Οι τράπεζες έχουν ευθύνη απέναντι στις μικρομεσαίες (και όχι μόνο) επιχειρήσεις, όταν καταχρηστικά αρνούνται την ένταξή τους σε πρόγραμμα δανειοδότησης που δικαιούνται, ιδίως σε περίοδο κρίσης, προκαλώντας έτσι τον αναπόφευκτο οικονομικό μαρασμό και την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Σύμφωνα με το Έθνος, με πρωτοποριακή δικαστική απόφαση η τραπεζική αυτή συμπεριφορά της μη δανειοδότησης εταιρείας (μολονότι πληρούσε τις σχετικές προϋποθέσεις), κρίνεται καταχρηστική και θεωρούνται άκυρες οι διαταγές πληρωμής που εξέδωσε η τράπεζα σε βάρος της, όταν βρέθηκε σε αδυναμία εξυπηρέτησης του αλληλόχρεου λογαριασμού (καθυστερώντας πληρωμές για μερικές εβδομάδες).
Η διαπίστωση της καταχρηστικότητας μπορεί να έχει περαιτέρω σοβαρές συνέπειες, αφού -κατά τη νομολογία- μπορεί να θεμελιωθεί ακόμα και αξίωση αποζημίωσης για την προκληθείσα οικονομική, αλλά και ηθική βλάβη.
Ανοίγοντας σημαντικούς δρόμους και για άλλες επιχειρήσεις που βρέθηκαν σε αντίστοιχη θέση, η Δικαιοσύνη, ενισχύοντας την κρίση περί καταχρηστικότητας, υπογραμμίζει ότι η άρνηση δανειοδότησης (παρά την κάλυψη των προδιαγραφών) προέκυψε σε περίοδο που η τράπεζα γνώριζε την κρίση που βιώνει ο συγκεκριμένος κλάδος (ρούχα, υφάσματα) και η αγορά γενικότερα και ενώ είχαν ήδη ενισχυθεί οι τράπεζες (από τις αρχές του 2012) με 163 δισ. ευρώ και τις εγγυήσεις του Δημοσίου για χορήγηση δανείων στεγαστικών και δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ανταγωνιστικούς όρους.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, μικρομεσαία επιχείρηση που μέχρι το 2012 ήταν απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις της και από αλληλόχρεο λογαριασμό, δικαιώθηκε από το Πρωτοδικείο, καθώς δέχθηκε την ανακοπή της κατά διαταγών πληρωμής, που εξέδωσε η τράπεζα, αφού προηγήθηκαν εξώδικες οχλήσεις της για καθυστέρηση πληρωμών.
Πρόγραμμα
Η επιχείρηση, που δραστηριοποιούνταν επί 15ετία στον χώρο των ενδυμάτων παρέμενε υγιής και κερδοφόρα μετά την έναρξη της κρίσης, και στα τέλη του 2011, με αφορμή υπουργική απόφαση για τη στήριξη επιχειρήσεων στην αγορά πρώτων υλών και εμπορευμάτων, μέσω εγγύησης χαμηλότοκων δανείων (εκδόθηκε επειδή οι επιχειρήσεις είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα από την υφιστάμενη οικονομική κρίση), ζήτησε να ενταχθεί στο πρόγραμμα (επέκταση του ΤΕΜΠΕ ΑΕ «Γ΄ φάση») και να δανειοδοτηθεί, αφού είχε υπαχθεί στο αντίστοιχο της Β΄ φάσης, αποπληρώνοντάς το κανονικά.
Καταθέτοντας όλα τα απαιτούμενα στοιχεία εξήγησε πόσο σημαντικό ήταν να εξεταστεί αμέσως το αίτημά της (η τράπεζα το συνέδεσε με την καταβολή κάποιων τόκων, που έγινε στα τέλη Ιουλίου 2011) γιατί χωρίς νέες αγορές εμπορευμάτων για τη χειμερινή περίοδο, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη η εξυπηρέτηση του δανείου που μέχρι τότε τηρούσε κανονικά.
Παρά τις συνεχείς οχλήσεις, η επιχείρηση δεν πήρε ποτέ απάντηση έγγραφη, όπως απαιτεί ο νόμος, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά 135.838 ευρώ, αδυνατώντας να εκπληρώσει υποχρεώσεις και αντιμετωπίζοντας και τις διαταγές πληρωμής, που προσέβαλε δικαστικά.