Μπορεί μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες, για να εξασφαλίσουν την έκπτωση φόρου των 1.900-2.100 ευρώ που οδηγεί σε έμμεσο αφορολόγητο όριο, να πρέπει να καλύψουν ένα ποσοστό του εισοδήματός τους με δαπάνες που γίνονται με πλαστικό χρήμα ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα, ωστόσο υπάρχουν αρκετοί «επιτήδειοι» συναλλασσόμενοι που αποφεύγουν συστηματικά τη χρήση πλαστικού χρήματος, διότι απλά δεν θέλουν να εμφανίζουν στην εφορία τις δαπάνες τους.
Σύμφωνα με πηγές της φορολογικής διοίκησης που επικαλείται το "insider.gr" οι εν λόγω φορολογούμενοι κάνουν χρήση των χρεωστικών και πιστωτικών καρτών στο βαθμό που οι δαπάνες μπορούν να δικαιολογηθούν από τα δηλωθέντα εισοδήματα τους. Αυτό διότι εάν δεν καλύπτεται το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό, τότε ο φόρος εισοδήματος που θα κληθούν να πληρώσουν το 2018 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού, πολλαπλασιαζόμενου με συντελεστή 22%.
Αλλά υπάρχουν πολλοί φορολογούμενοι που δεν σκέπτονται το ίδιο «προνοητικά» και παρά το γεγονός ότι εμφανίζουν αυξημένες δαπάνες με πλαστικό χρήμα, δηλώνουν στην εφορία εισοδήματα που δεν δικαιολογούν τον τρόπο ζωή τους. Αυτοί οι φορολογούμενοι φορολογούνται τεκμαρτά, αλλά όχι πάντα. Πλέον οι διασταυρώσεις και οι επαληθεύσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων έχουν αποκαλύψει πολλές τέτοιες περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού και οι πλέον προκλητικές από αυτές έχουν μπει στο στόχαστρο των φορολογικών αρχών και έχει ξεκινήσει τακτικός έλεγχος.
Στη διαδικασία του τακτικού ελέγχου, είτε λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού είτε λόγω διαφορών μεταξύ δαπανών και δηλωθέντων εισοδημάτων, ο προσδιορισμός του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος γίνεται με έμμεσες τεχνικές ελέγχου που εξετάζουν τη ρευστότητα, την καθαρή θέση, τις τραπεζικές καταθέσεις και τις δαπάνες του φορολογουμένου σε μετρητά.
Ενδεικτικά, η τεχνική της ανάλυσης ρευστότητας εξετάζει πρακτικά το ενδεχόμενο ο φορολογούμενος να δαπάνησε περισσότερα χρήματα από αυτά που δήλωνε στις φορολογικές του δηλώσεις, εξετάζοντας και το υπόλοιπο τραπεζικών καταθέσεων. Με την τεχνική της καθαρής θέσης, η ΑΑΔΕ διερευνά το ενδεχόμενο να προκύπτει προσαύξηση της καθαρής περιουσίας του φορολογούμενου εντός του έτους, η οποία δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Από την εξέταση του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά η ΑΑΔΕ προσδιορίζει φορολογητέα ύλη συγκρίνοντας την κίνηση των καταθέσεων και δαπανών σε μετρητά με τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Εάν από τον έλεγχο προκύψει φορολογητέα ύλη που δεν έχει δηλωθεί, αυτή αποδίδεται προς φορολόγηση στο έτος που αφορά και κατανέμεται στις πηγές εισοδήματος, όπου τεκμηριωμένα ανάγεται. Εάν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, η προκύπτουσα διαφορά για έτη πριν το 2014 καταλογίζεται ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέρων επαγγελμάτων της αντίστοιχης χρήσης, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά η διαφορά φορολογείται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.