Το Συμβούλιο της Επικρατείας δήλωσε αναρμόδιο να λύσει το γόρδιο δεσμό για το ποιο επώνυμο θα λάβει και αν μπορεί να καταχωρηθεί σε Ληξιαρχείο της χώρας μας το πρώτο παιδί το οποίο γεννήθηκε από Ελληνίδα μητέρα ομόφυλου ζευγαριού που τεκνοποίησε με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στην Ισπανία.
Ειδικότερα, όπως είχε αποκαλύψει στις 22 Απριλίου 2018 το "Πρώτο ΘΕΜΑ", στην Αγγλία τον Οκτώβριο του 2013, δύο Ελληνίδες, μόνιμοι κάτοικοι παραθαλάσσιου προαστίου της Αττικής, η Δ. και η Α., παντρεύτηκα σύμφωνα με τους κανόνες του Βρετανικού δίκαιου.
Στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 2015, η Α. με τη συγκατάθεση της Δ. υποβλήθηκε στη Βαρκελώνη σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή με τη συμμετοχή τράπεζας σπέρματος.
Όπως είναι γνωστό, σύμφωνε με την Ισπανική νομοθεσία, επιτρέπεται στα ομόφυλα ζευγάρια να τεκνοθετήσουν είτε αυτά έχουν τελέσει γάμο είτε έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης.
Στην Βαρκελώνη, ως γονέας του παιδιού που θα γεννιόνταν από την Α. δηλώθηκε η Δ. και μετά από 9 μήνες, το Μάρτιο του 2016, η Α. γέννησε ένα αγοράκι, σήμερα 2 ετών.
Μετά την γέννηση, το παιδί δηλώθηκε σε Ληξιαρχείο της περιοχής των Ανακτόρων του Μπάκιγχαμ, με το επώνυμο της Δ. και με μητέρα την Α. Ως γονέας του παιδιού καταγράφηκε η Δ. Κάτι που βεβαιώνει και η αναπληρώτρια ληξίαρχος του Λονδίνου, η οποία μάλιστα στη βεβαίωση επικαλείται και τη σύμβαση της Χάγης.
Κατόπιν αυτών, το ίδιο έτος, το 2016, οι ίδιες σύναψαν στην Ελλάδα σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, το οποίο καταχωρήθηκε σε Ληξιαρχείο της Αττικής.
Το ζευγάρι των γυναικών επιχείρησε να δηλώσει το παιδί στο Ληξιαρχείο της περιοχής που διέμενε μόνιμα στην Αττική. Όμως, έλαβαν την απάντηση ότι δεν μπορεί να καταχωρηθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης του Ηνωμένου Βασιλείου στα Ελληνικά Ληξιαρχεία.
Το Ληξιαρχείο επικαλέστηκε ότι σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα το άρθρο 9 του νόμου 4356/2016 που αφορά το σύμφωνο συμβίωσης, προβλέπεται ότι «το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο». Με άλλα λόγια η διάταξη αυτή αφορά το τεκμήριο της πατρότητας για τα ετερόφυλα ζευγάρια, το τέκνο των οποίων εγγράφεται κανονικά στη Ληξιαρχική μερίδα του πατέρα ή της μητέρας.
Αντίθετα, σε περίπτωση ομόφυλων ζευγαριών δεν υφίσταται τεκμήριο πατρότητας, σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία.
Στην προκειμένη περίπτωση, που το σύμφωνο συμβίωσης αφορά ομόφυλο ζευγάρι, το παιδί που γέννησε η Α., σύμφωνα με την Ελληνική έννομη τάξη, είναι τέκνο αυτής γεννημένο εκτός γάμου και συνεπώς πρέπει να φέρει το επώνυμό της και όχι το επώνυμο της Δ.
Η άρνηση του Έλληνα ληξιάρχου να μην εγγράψει το παιδί, έχει ως αποτέλεσμα -πλέον των άλλων νομικών και πραγματικών ζητημάτων που ανακύπτουν- να μη μπορεί να λάβει διαβατήριο.
Το ίδιο όμως πρόβλημα αντιμετωπίζει το παιδί και στην Αγγλία, καθώς σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ζεύγους, το Αγγλοσαξονικό Βρετανικό δίκαιο, δεν επιτρέπει στα παιδιά των ομόφυλων ζευγαριών να λαμβάνουν ταξιδιωτικά έγγραφα, πριν την συμπλήρωση του 5ου έτους της ηλικίας τους.
Και τα δύο αυτά γεγονότα, έχουν ως συνέπεια το ζευγάρι μαζί με το παιδί να παραμένουν προσωρινά στο Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι είναι μόνοι κάτοικοι Ελλάδος, καθώς το ανήλικο δεν μπορεί να ταξιδεύσει λόγω μη δυνατότητα έκδοσης διαβατηρίου.
Η πρωτόγνωρη για τα Ελληνικά δεδομένα υπόθεση συζητήθηκε στο Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Χρήστος Ράμμος και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Όλγα Παπαδοπούλου), μετά από αίτηση του ανήλικου παιδιού που κατατέθηκε από την Α. και την Δ.
Οι δικηγόροι του ζεύγους, Βασίλης Χειρδάρης και Νικόλαος Πινάτσης, υποστήριξαν ότι η άρνηση εγγραφής του παιδιού από τον ληξίαρχο στην Ελλάδα καθιστά ανύπαρκτη την υπόσταση του παιδιού, το οποίο δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Την ίδια στιγμή παραβιάζεται η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διεθνής σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το Σύνταγμα, ενώ παρεμποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., κάτι που έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά.
Τώρα, το ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 1084/2018 απόφασή του έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης και ότι για το επίμαχο θέμα αρμόδια είναι τα Πολιτικά Δικαστήρια.
Αναλυτικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας, αποφάνθηκαν ότι σύμφωνα με το νόμο 344/1976 περί ληξιαρχικών πράξεων και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οι αμφισβητήσεις περί νομιμότητας ή ορθότητας ληξιαρχικών πράξεων και οι αμφισβητήσεις που αφορούν την άρνηση του ληξιάρχου και την άρνησή του να καταχωρήσει ληξιαρχική πράξη Ελλήνων πολιτών που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή, επιλύονται από τα Πολιτικά Δικαστήρια.