Mε σθένος σπάνιο, με παρρησία, τόλμη και ειλικρίνεια η συγγραφέας προβαίνει σε μια βαθιά εξομολόγηση για το πώς απελευθερώθηκε, μετά από τριάντα χρόνια, από το τέρας της οικογενειακής προέλευσης ιδεοψυχαναγκαστικής, όπως την αποκαλούν οι γιατροί, διαταραχής. Σχεδόν ωμά, αλλά και τρυφερά ταυτόχρονα εκθέτει την ανάπτυξη της νεύρωσης στην τετραμελή οικογένειά της [μια αδελφή κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή της και οι μικροαστοί γονείς, που ζούν σε μια «επαρχία» της Αθήνας, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο της πρωτεύουσας].
Ενας αδυσώπητος, εφιαλτικός αγώνας για να κατακτήσει η ηρωίδα το αυτονόητο -αλλά οι κοινοί τόποι είναι κατάκτηση για τους νευρωτικούς. Η ανάγνωση σου προκαλεί ασφυξία. Σπαράσσει το κείμενο, σπαρταρά η καρδούλα της αφηγήτριας στην προσπάθειά της να βγάλει από μέσα της τους δαίμονες που την τυραννούν· τους αφουγκράζεται, τους δίνει ανθρώπινη υπόσταση, συνομιλεί μαζί τους, τους δαμάζει εν τέλει και τους «σκοτώνει» ή φιλιώνεται στο τέλος. Μια καθημερινή, ακατάπαυστη πάλη, όχι μόνο με τους μέσα δαίμονες αλλά και με ό,τι την κυριεύει στον κοινωνικό της περίγυρο. Οικογένεια, σχολείο, θρησκεία, είναι οι «θεσμοί» που τη φυλακίζουν, που την περιχαρακώνουν σε ό,τι απαιιτούν από αυτήν: υπακοή, αρετή. Πρόκειται σαφώς στην περίπτωσή της για «θεσμούς» που χαλιναγωγούν και ποδηγετούν την ανάπτυξη της ελεύθερης προσωπικότητας, που καθορίζονται από τις επιθυμίες άλλων, όχι του εαυτού σου, από τα γονεϊκά στερεότυπα που έχουν με τη σειρά τους παγιωθεί μέσα σε ένα σύμπλεγμα εξουσιαστικών δομών με ευρεία απήχηση και κοινωνική αποδοχή.
Σε ανοιχτή επιστολή της προς την ελληνική οικογένεια, τονίζει με ειρωνεία αλλά και πίκρα: «Σ' ευχαριστώ ελληνική οικογένεια που στήριξες το μεγάλωμά μου στις ενοχές και στον φόβο ... που με έκανες ανίκανη να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, αφού πάντα υπήρχαν τα δικά σου που θα την κρατούσαν ... Σ' ευχαριστώ που δεν με βοήθησες να βρω τον εαυτό μου, αντίθετα, μαζί με τις άλλες δύο νευρώσεις -τη θρησκεία και το σχολείο- κατάφερες να τον ισοπεδώσεις».
Είναι η απεγνωσμένη φωνή της [χαμένης;] γενιάς των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα: τριαντάρηδες να βλέπουν τηλεόραση μαζί με τους γονείς τους στον καναπέ, αντί να βγουν εκεί έξω και να αναμετρηθούν με τη ζωή, όσο σκάρτη και άδικη κι αν είναι.
Η συγγραφέας ιστορεί τη θητεία της στη νεύρωση από την παιδική ηλικία. Ο πατέρας αποκαλείται «εκείνος», ούτε μία φορά δεν τον αναφέρει ως μπαμπά -και αυτό είναι οιονεί ανατριχιαστικό. Καταγράφονται οι συνεχείς και αδιάλειπτες κρίσεις πανικού, με την οικογένεια να σφυράει κλέφτικα, πιστή στο δόγμα των απαγορεύσεων και της προβολής πάνω στα παιδιά της των δικών της συμπλεγμάτων, της κοινωνικής καταξίωσης πρωτίστως. «Η ψυχική μας ισορροπία απαιτεί κάποια υλικά. Πρώτο υλικό είναι η αγάπη. Οι γονείς μου δεν μου έδωσαν αγάπη. Οι προσταγές, οι επικρίσεις, οι συναισθηματικοί εκβιασμοί δεν είναι αγάπη. Η έλλειψη της αγάπης μού προκάλεσε ανασφάλεια και μια θλίψη βαθιά μέσα μου. Η θλίψη μού έφερε φόβο. Αυτόν το φόβο δεν ήξερα να τον εκφράσω, έτσι τον έβγαλα έξω με θυμό. Ο θυμός είναι βίαιος τρόπος να φωνάξεις βοήθεια. Του 'δωσα μορφή, τον έκανα ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή».
Ολα συμβαίνουν στην παιδική ηλικία -αλλά και η εφηβεία δεν πάει πίσω σε βαθμό κρισιμότητας, ειδικά στο σχολείο. «Πρέπει πάση θυσία να γίνεις ένα με το κοπάδι. Να σκέφτεσαι με τον ίδιο τρόπο, να γράφεις και να διαβάζεις και να τρως με τον ίδιο τρόπο, ν' ακούς τα ίδια τραγούδια, να ντύνεσαι το ίδιο, να μαθαίνεις τα ίδια και φυσικά να 'χεις τις ίδιες επιδόσεις».
Πώς εκδηλώνεται η νεύρωση; Παντοιοτρόπως, με κύρια αιτία τον φόβο του θανάτου. Αρρωστομανία. Δεν μπορείς να καταπιείς και άρα χωρίς νερό και τροφή θα πεθάνεις. Δεν μπορείς να ελέγξεις τους σφιγκτήρες σου και άρα θα σκάσεις. Σαπουνίζεις τα χέρια σου δεκάκις αντί άπαξ. Από τη μια φοβία [για να την ξεπεράσεις] πας σε μια άλλη, από μια καταπίεση σε καινούργια -κι έτσι πορεύεσαι ανάμεσα σε «φυσιολογικούς» ανθρώπους.
Στη μετεφηβεία και στα λεγόμενα ανέμελα φοιτητικά χρόνια -τα ίδια. Ο έρωτας που εμφανίζεται δεν είναι τρυφερός. Δέχεται χωρίς κρίση αμέτρητους άντρες στην κλίνη της. Πρόκειται για καταστροφή. Αυτό που κάνει είναι σκέτο σεξ, ανηδονικό, νευρωσικό, ανικανοποίητο, απνευματικό [εδώ η ηρωίδα φοβάται τις αιμορραγίες και άρα τον θάνατο], αντιερωτικό εν τέλει. Κοντά στα τριάντα της βρίσκει μια σχετική ηρεμία με τη βοήθεια μιας ψυχαναλύτριας, φίλης [της είναι και δύσκολο να διατηρήσει φιλίες].
Ενας αγώνας προς την αυτογνωσία και την ελευθερία, ανελέητος. Συναρπάζει η γραφή -λιτή, σκληρή, χωρίς ψιμύθια... Πώς να μιλήσεις γλυκανάλατα για το θηρίο που είναι μέσα σου; Διάλογοι δομημένοι με έξυπνο και αφαιρετικό τρόπο, παρά τις μερικές επαναλήψεις. Από τις λίγες φορές που σέβεσαι εκείνους που λένε «γράφω για να μην τρελαθώ», που δεν ηχεί μεγαλόφωνα, όπως στους πλείστους που του κάνουν αντρόπιαστα χρήση. Η Ελευθερία Χαλόφτη ανήκει στη χορεία των πασχόντων συγγραφέων, που μεταμορφώνουν το πάθος τους και τους δαίμονές τους σε έργο τέχνης, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν όλοι οι άνθρωποι βεβαίως, χωρίς φιοριτούρες δε και μεγαλοστομίες. Η γραφή της είναι γυμνή, όπως και η ζωή της. Συνεπής, λες, απόγονος του Μάρκου Αυρήλιου [«ένδον σκάπτε»], κατόρθωσε να σκάψει βαθιά μέσα της, να εκδιώξει τον πανικό της και να κατακτήσει την αυτογνωσία της, που οδηγεί σε μιαν ήρεμη ελευθερία. Είναι πρωταγωνίστρια στο δράμα της -κι έτσι αποφεύγει την τραγωδία. Τελικά οι άγγελοι, που νόμιζε ότι άκουγε στην παιδική της ηλικία, άργησαν να της μιλήσουν, όμως της μίλησαν. Και αυτή τούς άκουσε.
«Βγάζω τα ρούχα μου. Μένω γυμνή. Πλησιάζω στη θάλασσα. Κολυμπάω. Γύρω μου βουνά και δέντρα. Και στη μέση εγώ και η κοιλιά που με κυοφορεί. Η θάλασσα. Γίνομαι κύτταρο και ξαναγεννιέμαι. Φτάνω στο ύψος του ήλιου. Σιγά σιγά γίνομαι εγώ η ίδια ήλιος... Πάνω μου γαλήνη, γύρω μου γαλήνη, μέσα μου γαλήνη. Ζω φίλε αναγνώστη, καταλαβαίνεις;»