Η Γερμανο-Ιρανή ηθοποιός Μελίκα Φορουτάν πρωταγωνιστεί στην ταινία «Pari» του συμπολίτη μας, Ιρανού Σιαμάκ Ετεμάντι, που βγαίνει την Πέμπτη στα θερινά. Μια κοσμική και μη θρήσκα Ευρωπαία καλείται να ερμηνεύσει, με πάθος και κατανόηση, μια παραδοσιακή Ιρανή που έρχεται στην Αθήνα αναζητώντας τον φοιτητή γιο της. Κάτω από το τσαντόρ υπάρχει, όμως, μια γενναία, τολμηρή και ελεύθερη γυναίκα
Είναι πανέμορφη, όπως μόνο οι Ιρανές μπορούν να είναι. Η Μελίκα Φορουτάν έχει μαμά Γερμανίδα και πατέρα Ιρανό, που γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν κάποτε στο Παρίσι, όπου αυτός σπούδαζε σινεμά και αυτή εργαζόταν. Η Μελίκα γεννήθηκε, όμως, στην Τεχεράνη, σε ένα μικρό ιρανικό διάλειμμα της οικογένειάς της. Και μεγάλωσε, σπούδασε και κάνει καριέρα ηθοποιού στη Γερμανία. Ζει στο Βερολίνο.
Εκεί την ανακάλυψε και την έκανε «δικιά» μας, δηλαδή πρωταγωνίστρια της ταινίας του «Pari», ο ταλαντούχος, Ιρανός Σιαμάκ Ετεμάντι. Ζει και δουλεύει στην Ελλάδα από το 1995, Ελληνας πολίτης πια. Κάλυψε τη Μελίκα με ένα τσαντόρ και της έδωσε τον δύσκολο ρόλο της Παρί, μιας παραδοσιακής Ιρανής που έρχεται στην Αθήνα της κρίσης παρέα με τον σύζυγό της για να επισκεφτούν τον φοιτητή γιο τους. Που έχει, όμως, εξαφανιστεί. Και αρχίζει ένα δύσκολο, εξωτερικά και εσωτερικά, ταξίδι αναζήτησής του και μια αναπάντεχη εξέλιξη της Παρί: εκτός από μητέρα που αγωνιά για το παιδί της, είναι μια νέα γυναίκα με πλούσιο, ανυπότακτο κόσμο.
Δείτε την «Pari». H ταινία, αφού έκανε πρεμιέρα τον Φεβρουάριο στο τμήμα «Πανόραμα» του Φεστιβάλ Βερολίνου, βγαίνει την Πέμπτη στα θερινά σινεμά. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη και τολμηρή ματιά του Σιαμάκ Ετεμάντι πάνω στην Ελλάδα, την Ευρώπη, αλλά και στο Ιράν. Κυρίως, όμως, πάνω σε ανθρώπους που όπου κι αν ζουν τα ίδια φαντάσματα κυνηγούν, την ίδια ελευθερία διεκδικούν. Δείτε τη και για τη σπουδαία, παθιασμένη ερμηνεία της Μελίκα Φορουτάν.
• Η Παρί ήταν η πρώτη Ιρανή που σας ζητήθηκε να ερμηνεύσετε;
Ναι, είναι η πρώτη Ιρανή, που μου προσφέρθηκε, κάτι που με γέμισε ενθουσιασμό και χαρά. Μέχρι τότε είχα ερμηνεύσει γυναίκες πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων, με ευρωπαϊκές, όμως, ρίζες.
• Ποια ήταν η πρώτη αντίδρασή σας στο σενάριο του Σιαμάκ Ετεμάντι;
Με ενοχλεί η γεμάτη στερεότυπα απεικόνιση των μουσουλμάνων γυναικών, πάντα καταπιεσμένων, σε πολλές δυτικές ταινίες. Ετσι, ένιωσα ευγνωμοσύνη όταν διάβασα το σενάριο του Σιαμάκ και ανακάλυψα μια μουσουλμάνα που έχει δυνατό, ενδιαφέροντα και σύνθετο χαρακτήρα.
• Η οικογένειά σας εγκατέλειψε το Ιράν μετά την επανάσταση. Ησασταν πολύ μικρή. Εχετε καθόλου αναμνήσεις από το Ιράν τότε, μια εποχή μετάβασης σε ένα αυστηρό, θρησκευτικό καθεστώς;
Ημουν εφτά χρόνων όταν αναγκαστήκαμε, το 1983, να δραπετεύσουμε από το Ιράν, τέσσερα χρόνια μετά την επανάσταση. Κι όμως, οι αναμνήσεις μου απροσδόκητα είναι πολύ ζωντανές και καθαρές. Θυμάμαι τις γυναίκες να φοράνε μαύρα τσαντόρ, τις δασκάλες μου στην πρώτη τάξη του δημοτικού να φοράνε μαντίλες. Ακόμα κι εγώ έπρεπε να φοράω μαντίλα στην τάξη.
Θυμάμαι παντού να γίνονται πολιτικές συζητήσεις για την αλλαγή που συνέβαινε στη χώρα, για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και κοινωνίας, ένα κλίμα που διαμόρφωσε την πολιτική μου συνείδηση. Θυμάμαι ακόμα τους πυραύλους, που εκτόξευε το Ιράκ στη διάρκεια του πολέμου, και εμάς να τρέχουμε να σωθούμε στο υπόγειο του σπιτιού ένα βράδυ που γιόρταζα τα γενέθλιά μου. Ξαφνικά, ένιωθα αβεβαιότητα, άγχος και φόβο στη χώρα μου, αλλά την ίδια στιγμή και τη δύναμη και την αντοχή που αποκτούν οι άνθρωποι σε δύσκολες συνθήκες. Οταν φτάσαμε στη Γερμανία, στην πόλη όπου είχε γεννηθεί η μητέρα μου, το σενάριο άλλαξε. Βρέθηκα σε έναν εντελώς διαφορετικό και καινούργιο κόσμο, και μπορώ να πω ότι η προσαρμογή μου σ’ αυτόν συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
• Αυτές τις γυναίκες, λοιπόν, με τα τσαντόρ, τις ξέρετε, τις καταλαβαίνετε;
Ημουν πάντα εξοικειωμένη με το Ισλάμ. Η γιαγιά μου έκανε τις καθημερινές της προσευχές φορώντας τσαντόρ και πάντα το συνέδεα με τις θρησκευόμενες γυναίκες. Ετσι, παρότι εγώ δεν είμαι θρήσκα, δεν μπορώ να πω ότι δεν καταλαβαίνω τις ορθόδοξες μουσουλμάνες. Το τσαντόρ μπορεί να φαίνεται περίεργο και ακατανόητο σε έναν Ευρωπαίο, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο διαφορετικό από τα μαύρα ρούχα που φοράνε πολλές χριστιανές γυναίκες στην Ελλάδα.
• Θα μπορούσατε να ζήσετε και να δουλέψετε στο Ιράν; Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτές τις ηρωικές νεαρές Ιρανές που αγωνίζονται για την κατάργηση της υποχρεωτικής μαντίλας;
Λατρεύω το ιρανικό σινεμά, όχι μόνο γιατί είναι απίστευτα ποιητικό και μοναδικό στον κόσμο ή γιατί με αφορά ως άνθρωπο, αλλά και για τις σπουδαίες και πανέμορφες Ιρανές ηθοποιούς. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να βρω δουλειά στο Ιράν, αλλά σίγουρα μπορώ να με φανταστώ να ζω εκεί. Οσο περνάνε τα χρόνια τόσο μεγαλώνει η αλληλεγγύη και η αγάπη που νιώθω για όσους αγωνίζονται για την ισότητα, τα δικαιώματα και την ελευθερία των γυναικών και εναντίον της καταπίεσης και της αδικίας. Η μαντίλα είναι μόνο ένα, ορατό, σημάδι της καταπίεσης των Ιρανών γυναικών, γιατί είναι υποχρεωτική. Αν οι γυναίκες αφήνονταν ελεύθερες να επιλέξουν, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Ομως, σε αυτού του είδους τις συζητήσεις δεν πρέπει να ξεχνάμε κι άλλες εξίσου σημαντικές πλευρές της έννοιας «ελευθερία», κι ας μην προσφέρονται για λαϊκισμό. Εννοώ, το να έχεις δουλειά, το να μπορείς να δώσεις στο παιδί σου ευκαιρίες για μόρφωση, το να έχεις φάρμακα και περίθαλψη όταν αρρωσταίνεις, τροφή όταν πεινάς. Ταυτίζομαι, δηλαδή, με κάθε άνθρωπο που, όπου κι αν ζει, παλεύει για μια καλύτερη ζωή.
• Η «Pari» δεν είναι ακριβώς πολιτική ταινία, αν και σχολιάζει έμμεσα και την Ευρώπη και το Ιράν. Είναι ταινία προσώπων. Πώς θα περιγράφατε την ηρωίδα, που με τόσο πάθος ερμηνεύετε; Ποια είναι η πραγματική Παρί, κάτω από το τσαντόρ της;
Μπορείς πάντα να εκφράσεις πολιτική άποψη με έμμεσο τρόπο, κάτι άλλωστε που είναι τυπικό χαρακτηριστικό των ιρανικών ταινιών. Ετσι, για μένα η «Παρί», από την πρώτη κιόλας σελίδα του σεναρίου της, ήταν μια πολιτική ιστορία. Μια γυναίκα από το Ιράν, καλυμμένη με ένα μαύρο τσαντόρ, φτάνει με τον σύζυγό της στην Αθήνα, την πόλη όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, το λίκνο της Ευρώπης. Είναι γεμάτη προσδοκίες, δεν βρέθηκε στην Ευρώπη μόνο για να επισκεφτεί τον αγαπημένο της γιο, αναζητά και η ίδια μια διαφορετική ζωή. Αλλά, όσο περισσότερο κινείται μέσα στην πόλη τόσο ραγίζει η εικόνα που είχε στη φαντασία της για την Ευρώπη. Δεν βλέπει παρά εξέγερση και οργή, φτώχεια και αγώνες, το ίδιο χάος που ξέρει από την πατρίδα της. Αυτό που έλπιζε δεν υπάρχει. Αλλά δεν το βάζει κάτω, η λαχτάρα της για αλλαγή είναι δυνατή. Στη διάρκεια της ταινίας γίνεται όλο και πιο αποφασιστική, η εμπιστοσύνη της στον εαυτό της μεγαλώνει. Την ερμήνευσα με ενθουσιασμό, ήταν ένας ρόλος-πρόκληση.
• Δεν ήταν δύσκολο να συνηθίσετε να φοράτε το τσαντόρ, να προσέχετε συνέχεια μήπως ξεφύγει από τη θέση του; Νοιώθατε «αόρατη» κάτω από αυτό το βαρύ, μακρύ μαύρο ρούχο; Και για μια ηθοποιό, πώς ήταν η εμπειρία να πρέπει να παίξει μόνο με το πρόσωπό της;
Πραγματικά το τσαντόρ απαιτούσε εξάσκηση. Είχα μια «προγυμνάστρια», την Ιρανή ηθοποιό Ρεζβάν Ζαντίεχ. Στη διάρκεια της προπαραγωγής μείναμε μαζί στα Εξάρχεια και κάναμε πολλές πρόβες. Οχι μόνο για να μάθω να φοράω τέλεια το τσαντόρ, αλλά και για να μιλήσω Αγγλικά με προφορά Φαρσί, αλλά και για άλλες λεπτομέρειες, που θα με έκαναν να έρθω πιο κοντά στον χαρακτήρα της Παρί. Δουλέψαμε εξαντλητικά και με τον Σιαμάκ, πολλές ώρες την ημέρα. Αλλά, όταν αρχίσαμε γυρίσματα στους δρόμους της Αθήνας, κάθε άλλο παρά «αόρατη» ένιωθα. Ακριβώς το αντίθετο. Ξαφνικά ανακάλυψα από πρώτο χέρι τα εχθρικά βλέμματα που δέχεσαι όταν κυκλοφορείς καλυμμένη σε δημόσιο χώρο. Κατάλαβα πώς νιώθουν οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν αυτήν την κακία κάθε μέρα. Οσο για το πώς επηρέασε το τσαντόρ την υποκριτική μου, τουλάχιστον αφήνει ακάλυπτο το πρόσωπο, δεν είναι σαν την μπούρκα. Μπορούσα να παίξω με όλες τις εκφράσεις του προσώπου μου.
• Ηταν το πρώτο σας ταξίδι στην Ελλάδα; Ο Σιαμάκ, πάντως, διάλεξε να γυρίσει την ταινία στα λιγότερο ελκυστικά μέρη της Αθήνας, σε δρόμους άγριους και βρόμικους.
Ηταν το πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα και αμέσως κατάλαβα γιατί οι Ιρανοί αγαπούν τόσο πολύ την Ελλάδα. Μοιάζουμε πολύ σαν λαοί, είμαστε το ίδιο φιλόξενοι, ζεστοί και γενναιόδωροι. Εντυπωσιάστηκα, επίσης, με τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τη σοβαρή οικονομική κρίση, με δύναμη και αποφασιστικότητα. Η Αθήνα είναι μια πανέμορφη και πολύ ζωντανή πόλη.
• Μεγαλώσατε, σπουδάσατε, κάνετε καριέρα στη Γερμανία. Νιώσατε πότε ξένη;
Σε όλη μου τη ζωή ξένη ένιωθα. Κι αυτό μου έδωσε πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσα ποτέ να ζητήσω από τη ζωή.