Στον «Προδότη» ο Μάρκο Μπελόκιο καταγράφει την πορεία του Τομάσο Μπουσέτα, πρωτοπαλίκαρου της Κόζα Νόστρα που, το 1982, έγινε ο πρώτος καταδότης του ιταλικού οργανωμένου εγκλήματος ♦ Ακόμα στους κινηματογράφους: «Αλυτη», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μίνωα Νικολακάκη, που χτίζει ικανά την ατμόσφαιρα του εφιάλτη των παραμυθιών. «Μουλάν» η διασκευή από τη Ντίσνεϊ σε live action την ταινία κινουμένων σχεδίων του 1998, σε σκηνοθεσία Νίκι Κάρο. «Μια σφαίρα στην καρδιά», μια ελληνογαλλική παραγωγή, σε σκηνοθεσία Ζαν-Ντανιέλ Πολέ.
Ο προδότης (Il Traditore, Ιταλία, 2019, 153’) ★★★★☆
● σκηνοθεσία: Μάρκο Μπελόκιο
● ηθοποιοί: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Μαρία Φερνάντα Κάντιντο, Νικόλα Κάλι, Φάουστο Ρούσο Αλέζι
Τα καλά της ωριμότητας – ποιος θα περίμενε ότι στη δύση της καριέρας του και μετά από κοντά 50 ταινίες, κάποιες αριστουργηματικές, πολλές απλώς ιδιοσυγκρασιακές και αγνοητέες, ο Μάρκο Μπελόκιο θα έκανε μια όχι απλώς σπουδαία, αλλά και παλλόμενα νεανική ταινία για το εγκληματικό παρελθόν και το ζοφερό μέλλον της πατρίδας του, της Ιταλίας.
Βασισμένος στην πραγματική ιστορία, ο Μπελόκιο καταγράφει την πορεία του Τομάσο Μπουσέτα, πρωτοπαλίκαρου της Κόζα Νόστρα που, το 1982, πληγωμένος και προδομένος από τον εσωτερικό πόλεμο της μαφίας, έγινε ο πρώτος καταδότης του ιταλικού οργανωμένου εγκλήματος. Η απόφασή του οδήγησε στη Δίκη Μάξι, τη μνημειώδη διαδικασία που ξεκίνησε το 1986 και ολοκληρώθηκε το 1992 στο Παλέρμο, όχι απλώς καταλήγοντας σε 475 καταδίκες, αλλά και αποτελώντας την πρώτη φορά που οι λέξεις «Κόζα Νόστρα» ακούστηκαν σε επίσημο ιταλικό φορέα μια και, ώς τότε, ολόκληρη η χώρα αρνούνταν την ύπαρξή της.
Η ταινία δομείται σε τρία μέρη: στην κατάθεση του Μπουσέτα, στη δίκη και στην προσωπική ζωή του προδότη και της οικογένειάς του. Η σκηνοθεσία του Μπελόκιο δεν είναι τίποτε λιγότερο από θυελλώδης: το πάθος κι η μεγαλοπρέπεια μιας όπερας σμίγει με το ταχύτατο μοντάζ και τα μικρά τεχνάσματα που καταγράφουν, λεπτό με λεπτό, έναν απύθμενο κυνισμό. Οι σκηνές της δίκης, που αυτόματα φέρνουν στο μυαλό εκείνη των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην άλλη αξέχαστη ταινία του Μπελόκιο, «Ο διάβολος στο κορμί της», έχουν την υπερβολή και το γκροτέσκ του τσίρκου, οι οικογενειακές σκηνές τη θέρμη του μελοδράματος, οι εσωστρεφείς στιγμές του Μπουσέτα την ευαισθησία ενός υπαρξιακού δοκιμίου, το μοντάζ είναι εφετζίδικο αλλά καθηλωτικό και το «Va Pensiero» έρχεται στο τέλος λες και το περίμενες από την αρχή, για να καθάρει ένα λαϊκό δράμα, να τονίσει τη διαχρονικότητα του κύκλου αίματος που χαρακτηρίζει την ιταλική ιστορία και ψυχή.
Κι ό,τι είναι φωτεινό και πομπώδες, σε μια ταινία με μεγάλη διάρκεια αλλά ούτε λεπτό φλυαρίας, αντισταθμίζεται από μια σαρωτική μελαγχολία. Στα 80 χρόνια του, ο Μπελόκιο δεν έχει φόβο και δέος, έχει μόνο γνώση και ψυχραιμία για να μεταφέρει τον δρόμο των παθών της Ιταλίας στο σήμερα – να κριτικάρει, με το γάντι, την Ιταλία του Σαλβίνι και της Λέγκας του Βορρά, της Ακροδεξιάς, του λαϊκισμού, της οικονομικής κρίσης, του αναπόσπαστου ρόλου της μαφίας στον κρατικό σχεδιασμό αλλά και στην καθημερινότητα. Να κοιτάξει πίσω και μπροστά με την ίδια πικρία. Να αποδεχτεί, όχι διαφορετικά από τον «Ιρλανδό» του Σκορσέζε, το αίσθημα της πίστης σ’ ένα δίκτυο θανάτου που, σε μια χώρα ασταθή, στάθηκε πιο προστατευτικό απ’ ό,τι το κράτος, έγινε οικογένεια.
Κι όλα αυτά με πρωταγωνιστή τον Πιερφραντσέσκο Φαβίνο σε μια ερμηνεία συναρπαστική, μαγνητική, δεξιοτεχνικά ισορροπημένη, άξια των μεγαλύτερων βραβείων. Στα 80 χρόνια του, ο Μάρκο Μπελόκιο παρουσιάζει μια ταινία γεμάτη νεανική ενέργεια, ενθουσιασμό για την τέχνη του σινεμά, μια σεναριακή και σκηνοθετική γροθιά στο στομάχι, γεμάτη βισκοντική αισθητική, επιθετικό κινηματογραφικό λόγο κι εκπληκτική ψυχολογική και πολιτική ανάλυση. Με την τόλμη της ωριμότητας.
▶ ΑΕΛΛΩ CINEMAX, ΑΛΟΜΑ, ΛΑΟΥΡΑ, ΛΙΛΑ, ΜΑΪΑΜΙ, ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ, ΣΙΝΕ ΒΟΤΣΑΛΑΚΙΑ, ΤΡΙΑΝΟΝ ΣΑΡΩΝΙΔΑ, ΦΙΛΙΠ, ΦΙΛΟΘΕΗ, ΨΥΧΙΚΟ
Αλυτη (Ελλάδα, Ην. Βασίλειο, 2019, 89’) ★★☆☆☆
● σκηνοθεσία: Μίνως Νικολακάκης
● ηθοποιοί: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Αναστασία - Ραφαέλα Κονίδη
Ο Πάνος, νεαρός γιατρός, εγκαθίσταται στο μικρό χωριό Αλυτη για να κάνει το αγροτικό του. Οι κάτοικοι τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία. Ο δρόμος θα οδηγήσει τον Πάνο στο κοντινό δάσος, εκεί όπου ζει η Δανάη, μια όμορφη, νέα, αθώα κοπέλα, που μοιάζει να έχει ξεφυτρώσει από το παρελθόν. Γρήγορα ο Πάνος θα συνειδητοποιήσει ότι ούτε μπορεί να απεγκλωβιστεί από το δάσος, ούτε η Δανάη είναι τόσο αθώα όσο νόμιζε. Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, με πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τορόντο, ο Μίνως Νικολακάκης μένει πιστός στη φόρμα και στην ιστορία τού (δυστυχώς ασυνήθιστου στην Ελλάδα) είδους του φολκ τρόμου. Κι αν δεν προσθέτει κάποια πρωτοτυπία, σεναριακή ή σκηνοθετική, κι αν η κεντρική ιδέα του χάνει τον δρόμο της προς το τέλος, όμως, με ένα ελαφρύ χιούμορ και ξεκάθαρη όρεξη να ψυχαγωγήσει το κοινό χτίζει ικανά την ατμόσφαιρα του εφιάλτη των παραμυθιών.
Μουλάν (Mulan, ΗΠΑ, Καναδάς, Χονγκ Κονγκ, 2020, 115’) ★★½☆☆
● σκηνοθεσία: Νίκι Κάρο
● ηθοποιοί: Λιου Γιφέι, Ντόνι Γιεν, Γκονγκ Λι, Τζέισον Σκοτ Λι
Από κοριτσάκι, η Μουλάν αδιαφορεί για ό,τι θηλυκό, για ό,τι συνηθίζεται να κάνουν οι γυναίκες: θέλει να γίνει πολεμίστρια, ηρωίδα της αυτοκρατορίας, σαν τον μπαμπά της. Οταν, στην εφηβεία της, η χώρα χρειαστεί προστασία, η Μουλάν θα μεταμφιεστεί σε αγόρι και θα καταταγεί στον αυτοκρατορικό στρατό, παραπλανώντας και τους διοικητές και την οικογένειά της. Η Ντίσνεϊ διασκευάζει σε live action την ταινία κινουμένων σχεδίων του 1998 – και κάνει ένα φιλμ που θα μείνει στην ιστορία για οτιδήποτε εκτός από την ουσία του, για το πόσο καθυστέρησε η παραγωγή, για το ότι εν μέσω lockdown βγήκε online στην Αμερική, για τις κατηγορίες του κόσμου εναντίον της Γιφέι ότι υποστήριξε την αστυνομική βία στο Χονγκ Κονγκ. Στη live action μεταφορά κάπου χάνεται ο χαρακτήρας της ηρωίδας, το πολύπλοκο ρομάντζο με τον συν-στρατιώτη, ενώ τα στοιχεία της γυναικείας χειραφέτησης παραμένουν... δισδιάστατα. Εκεί όπου η ταινία κερδίζει ενέργεια είναι στις μαγευτικά χορογραφημένες, άφθονες σκηνές δράσης, στην πρωταγωνίστριά της, την Κινέζα τραγουδίστρια και ηθοποιό Λιου Γιφέι, που με στόφα σταρ πείθει ως γενναία πολεμίστρια, ακόμα κι όταν αφήνει κάτω τις βγαλμένες μόλις από το κομμωτήριο μπούκλες της και, κυρίως, στην παρουσία της Γκονγκ Λι σε ρόλο ακαταμάχητης μάγισσας, αδικημένης από την παλιοκοινωνία.
Μια σφαίρα στην καρδιά (Une Balle au Coeur, Γαλλία, Ελλάδα, 1966, 81’) ★★☆☆☆
● σκηνοθεσία: Ζαν-Ντανιέλ Πολέ
● ηθοποιοί: Σάμι Φρέι, Φρανσουάζ Αρντί, Τζένη Καρέζη
Ενας νεαρός μαρκήσιος τα βάζει με τον μαφιόζο που έκλεψε το παλάτσο του στη Σικελία. Για να προστατευτεί, το σκάει στην Ελλάδα, όπου γνωρίζει την όμορφη τραγουδίστρια της Τρούμπας, την Κάρλα. Οσο η Κάρλα τον φροντίζει και τον στηρίζει, ο νεαρός Φραντσέσκο θα στραφεί στον έρωτα της Γαλλίδας τουρίστριας Ανα – όμως η οργή (και τα πρωτοπαλίκαρα) του μαφιόζου Ριτσάρντι δεν θα αργήσει να τον φτάσει, απαιτώντας εκδίκηση.
Μια ταινία που βλέπεται περισσότερο για τον θρύλο της, παρά για την κινηματογραφική αξία της. Γυρισμένη από τον Πολέ, σε συνεργασία με τον Κώστα Φέρρη, στην καρδιά της νουβέλ βαγκ, στην Ιταλία και στην Ελλάδα (από τον Πειραιά ώς τη Σκύρο), εξαφανίστηκε μετά την πρώτη προβολή της στη Γαλλία κι επανέρχεται τώρα, με φρεσκαρισμένη ψηφιακή κόπια, και στην Ελλάδα όπου δεν προβλήθηκε ποτέ. Το σενάριο, με τη σφραγίδα της «μηδενιστικής μελαγχολίας» της εποχής, με ατάκες όπως «φαίνεσαι δυστυχισμένος», με κενά στο μοντάζ (ή στο σενάριο; δύσκολο να πεις!), που αφήνουν την πλοκή ξεκρέμαστη, με τον Σάμι Φρέι να τρέχει, κυριολεκτικά, χιλιόμετρα κυνηγημένος και μ’ ένα καθολικό ντουμπλάζ να σβήνει κάθε ίχνος φυσικότητας των ερμηνειών, το φιλμ δύσκολα παρακολουθείται με όποια συνοχή, ή κι αληθινό ενδιαφέρον. Είναι, όμως, όχι μόνο το soundtrack του Θεοδωράκη (όχι πρωτότυπο, αλλά γραμμένο για θεατρικό της εποχής) και το εκτυφλωτικής ομορφιάς art direction, βοηθούμενο από τον καλοκαιρινό παράδεισο της Ελλάδας του ’60 και τα στιλάτα ρούχα του Ντίμη Κρίτσα, αλλά κυρίως το παιχνίδι της ανακάλυψης και της έκπληξης -ποιος ντουμπλάρει τον Σωτήρη Μουστάκα; Πόσο κακός είναι ο Γιώργος Μούτσιος; Πρόλαβες να δεις τον Μαρίνο; Τον Ζανίνο; Είναι ο Σπύρος Φωκάς πιο όμορφος από τον Σάμι Φρέι; Εχουν η Τζένη Καρέζη κι η Φρανσουάζ Αρντί τα ίδια μάτια;- που κάνει την ταινία διασκεδαστική στη θέασή της, ως ένα μικρό δώρο από το παρελθόν, που μπορεί να μη σε ξετρελαίνει, αλλά θα το κρατήσεις για την ανάμνηση.
Επανέκδοση
«Πρόσωπο με πρόσωπο» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν,
με τους Λιβ Ούλμαν, Ερλαντ Γιόζεφσον (Σουηδία, 1976, 114’, αστεράκια: 3).
Η Τζένι κι ο Ερικ είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι ψυχιάτρων. Οταν, ωστόσο, η υπερκόπωση θα προκαλέσει στην Τζένι νευρικό κλονισμό και θα την οδηγήσει στην ψύχωση και οι δυο θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν τις γνώσεις τους για την επιστήμη τους αλλά, κυρίως, για τους εαυτούς τους και τη σχέση τους. Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν τριγυρίζει στο μυαλό του ζευγαριού, βρίσκοντας ιδανικό έδαφος να αναπτύξει τις δικές του εμμονές για τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο.