Τοίχο φαίνεται πως βρίσκει η πρόθεση της κυβέρνησης, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τα εργασιακά, να επαναφέρει στην Ελλάδα μια σειρά από παρεμβάσεις στην εγχώρια αγορά εργασίας, που ανατράπηκαν τα προηγούμενα χρόνια, όπως είναι η υπερίσχυση των κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών, η κατάργηση των ενώσεων προσώπων, η αύξηση του χρόνου μετενέργειας των συμβάσεων και η επαναφορά της επεκτασιμότητας.
Σε αυτό το κάδρο, το ποιος θα αποφασίζει για το ύψος του κατώτατου μισθού -όχι αυτός καθαυτόν ο κατώτατος μισθός- φαίνεται πως θα είναι επίσης ένα σημαντικό αγκάθι στην επικείμενη διαπραγμάτευση μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και δανειστών.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και κατά την πρόσφατη έκθεσή του για την Ελληνική Οικονομία ζητεί συνέχιση των φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα από τις μεταβολές που επιβλήθηκαν στην εγχώρια αγορά εργασίας από το 2011 και μετά. Παράλληλα, ζητεί μέτρα ευθυγράμμισης του πλαισίου της Ελλάδας για τις ομαδικές απολύσεις και τη συλλογική δράση με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές.
Αν και οι επισημάνσεις του ΔΝΤ είναι σαφώς ηπιότερες, αφενός από τις αναμενόμενες, αφετέρου, από τις αντίστοιχες προτάσεις για το ασφαλιστικό και το φορολογικό, το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται στην άρνηση του Ταμείου να συζητήσει αλλαγές στις αλλαγές των προηγούμενων μνημονίων.
Εντός της εβδομάδας ενδέχεται να έχει ολοκληρωθεί και να κατατεθεί στις δύο πλευρές το πόρισμα των Εμπειρογνωμόνων και οι πληροφορίες θέλουν σε αρκετά δύσκολα σημεία να καταγράφεται ομοφωνία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με ομοφωνία φαίνεται πως έχει «κλειδώσει» η πρόταση για θέσπιση ενός μεικτού συστήματος καθορισμού του κατώτατου μισθού με επαναφορά του καθορισμού του στα χέρια των κοινωνικών εταίρων, μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Μάλιστα, και παρότι υπάρχει ομόφωνο αίτημα των εγχώριων κοινωνικών εταίρων για το θέμα, το ποιος τελικά θα αποφασίζει το ύψος του κατώτατου μισθού φαίνεται πως προβλημάτισε τα μέλη της επιτροπής. Κατά πλειοψηφία, όχι ομόφωνα, σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα προταθεί η δημιουργία ενός μεικτού συστήματος.
Οι κοινωνικοί εταίροι θα είναι αυτοί που θα αποφασίζουν, μέσω της ΕΓΣΣΕ, όμως θα υπάρχει και μια επιτροπή που θα λειτουργεί συμβουλευτικά, ενδεχομένως θα θέτει τη βάση της διαπραγμάτευσης, με μια γνωμοδότηση που θα λαμβάνει υπόψη της τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Στο επίσης δύσκολο θέμα των ομαδικών απολύσεων, η Επιτροπή σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες που επικαλείται το euro2day, δεν θα ζητεί αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου. Άλλωστε και στην Ευρώπη δεν υπάρχει ένα ποσοστό βάσει της κοινοτικής οδηγίας, αλλά διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα.
Όσο για το θέμα της έγκρισης ή όχι των ομαδικών απολύσεων, η επιτροπή θα αναμένει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Κάτι που λύνει τα χέρια της ελληνικής πλευράς, αφού τη βγάζει από τη δύσκολη θέση να νομοθετήσει αυτό που σύμφωνα με νομικούς κύκλους σχεδόν προεξοφλήθηκε από τον Εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, πριν αυτό αποφανθεί. Όταν δε, εκδοθεί η απόφαση, η κυβέρνηση θα εμφανιστεί αναγκασμένη να σεβαστεί την απόφαση.
Πιθανές εκπλήξεις ενδέχεται να περιλαμβάνει το πόρισμα στο θέμα των αλλαγών στον συνδικαλιστικό νόμο, καθώς παρότι η κυβέρνηση και κυρίως ο αρμόδιος υπουργός Γιώργος Κατρούγκαλος έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα συναινέσει σε σημαντικές αλλαγές, οι καθηγητές που συμμετέχουν στην Επιτροπή φαίνεται να καταλήγουν πως δεν απαιτούνται επί της ουσίας αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, κυρίως όσον αφορά στο μείζον θέμα της συλλογικής δράσης.