Αποκαλυπτικά στοιχεία για τις απαιτήσεις των δανειστών στα Εργασιακά, περιλαμβάνει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, αφού σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, η τρόικα στις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, ζητά μεταξύ άλλων κατάργηση των τριετιών – προσαυξήσεων λόγω εμπειρίας στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών και αύξηση του ποσοστού επιτρεπόμενων ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10%.
Οι δανειστές ζητούν την εφαρμογή στην Ελλάδα ενός μοντέλου «Δανίας» με ευελιξία στην αγορά εργασίας και αποκαλύπτει το υπόμνημα που κατέθεσαν οι εκπρόσωποι των τεσσάρων θεσμών στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τα εργασιακά, εντός του καλοκαιριού και πριν από την σύνταξη του οριστικού πορίσματος.
Σε αυτό, σύμφωνα με την έκθεση του γραφείου Προϋπολογισμού, οι δανειστές υποστηρίζουν την επέκταση των επιχειρησιακών συμβάσεων διότι βοηθούν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας ή πρσοαρμογής.
Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να παραμείνει στη δικαιοδοσία του κράτους και μάλιστα γυμνός από προσαυξήσεις λόγω εμπειρίας (ωριμάνσεις – τριετίες). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, από το 2017 ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αποτελείται από ένα μοναδικό ποσό αναφοράς, χωρίς να περιλαμβάνει τα επιδόματα ωρίμανσης.
Οπως αναφέρεται στην έκθεση: «Οι θεσμοί υποστηρίζουν την επέκταση του πεδίου των επιχειρησιακών συμβάσεων (μισθοί και απασχόληση) διότι βοηθούν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας ή προσαρμογής. Η μεταρρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων συμβάλλει, σύμφωνα με τους θεσμούς, στην ευελιξία των επιχειρήσεων προκειμένου να προσαρμόσουν το εργασιακό κόστος μέσω των τιμών και όχι μέσω των απολύσεων.
Στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση κατά τη διαδικασία της διαιτησίας θα λαμβάνονται υπόψιν οικονομικά κριτήρια που αφορούν στην εκάστοτε επιχείρηση, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον κλάδο των επιχειρήσεων, που συμμετέχουν στην διαδικασία διαιτησίας. Η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής, σύμφωνα με τους θεσμούς, θα συνεχίζει να υφίσταται.
Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ήταν προϊόν διμερούς διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Εφεξής όμως θα αποφασίζεται από το κράτος και από το 2017 και μετέπειτα θα αποτελεί ένα μοναδικό ποσό αναφοράς χωρίς να περιλαμβάνει τα επιδόματα ωρίμανσης. Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται έτσι ώστε να συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης και στην μείωση της ανεργίας, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Ομαδικές απολύσεις
Ως προς τις ομαδικές απολύσεις οι θεσμοί κρίνουν απαραίτητη την κατάργηση των περιορισμών και την αύξηση του ποσοστού του ορίου των απολύσεων από 5% σε 10%. Με αυτή την πρακτική μειώνονται οι κίνδυνοι μαζικής ανεργίας, όπως συνέβη στις επιχειρήσεις Ηλεκτρονική, Softex και Sprider, όπου εκατοντάδες εργαζόμενοι έχασαν την εργασία τους.
Για το συνδικαλιστικό νόμο, οι θεσμοί υποστηρίζουν ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές στη δομή και την οργάνωση των συνδικάτων, στην εξασφάλιση της εκπροσώπησης όλων των εργαζομένων, καθώς και την εφαρμογή της «ανταπεργίας» («lockout»). Τέλος, επισημαίνουν ότι θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία μιας πλατφόρμας ηλεκτρονικής καταγραφής των μελών των συνδικάτων που θα μείωνε τη γραφειοκρατία και θα καταπολεμούσε πρακτικές εκμετάλλευσης.
Οι κύριοι στόχοι της μεταρρύθμισης είναι η δημιουργία κινήτρων για προσλήψεις, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους μέσω της καταπολέμησης της αδήλωτης απασχόλησης, αλλά και της ενίσχυσης των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, έτσι ώστε να ενσωματωθούν οι άνεργοι στην αγορά εργασίας ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την απασχολησιμότητα.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το ζητούμενο της μεταρρύθμισης των εργασιακών είναι η ευελιξία αλλά με την προστασία των εργαζόμενων, η οποία όμως δεν θα πρέπει να είναι υπέρμετρη γιατί δημιουργούνται στρεβλώσεις. Το δυστύχημα για την Ελλάδα είναι ότι το περιβόητο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» που επικαλείται συχνά- πυκνά ο υπουργός Εργασίας έχει υποστεί δραματικές αλλαγές στα χρόνια της κρίσης, ακόμα και σε χώρες με παραδοσιακό δίχτυ ασφαλείας, όπως η Γαλλία.
Κι επειδή η μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας δεν είναι… ουρανοκατέβατες αλλά συνυφασμένες με την κρίση, η ευρωπαϊκή πολιτική που προσπάθησε αρχικά να απορυθμίσει την αγορά εργασίας συνδέοντας την ευελιξία με την κοινωνική προστασία, αποτυγχάνοντας παταγωδώς στράφηκε στην ευελιξία με ασφάλεια της απασχόλησης, δηλαδή στο «flexinsurance», όπου ο εργοδότης καλείται να συμβάλει στην κοινωνική προστασία των εργαζομένων αναλογικά με το βαθμό ευελιξίας της σύμβασης εργασίας.