Οι Καμάρες, το Φρούριο, το Ιμαρέτ, το Κονάκι του Μεχμέτ Αλή και ο Ανδριάντας. Εκκλησίες, καπναποθήκες, τα λίγα μέγαρα που γλίτωσαν, οι άνθρωποι στις φτωχογειτονιές, με τους καημούς και τα πάθη της εποχής, όλα κάτι έκρυβαν, όλα κάτι είχαν να προσφέρουν.
Κάθε τόπος έχει έναν άνθρωπο που συμπληρώνει την «κανονική» ιστορία του. Η επίσημη Ιστορία είναι πάντα ελλιπής. Μπροστά στο κορυφαίο γεγονός μιας εποχής χάνει όλα εκείνα τα μικρά που συμπληρώνουν τα κενά και τις σιωπές. Χρειάζεται υπομονή ώστε να ξετυλίξει κανείς το δικό του κουβάρι. Αν το κάνει όμως, η αλήθεια των λόγων του εκβάλλεται σαν χείμαρρος και περιβάλλει τα σύνορα μιας πόλης δίνοντάς της μιαν άλλη δύναμη, μια αίγλη που έχασε και ξαναβρήκε.
Η έκδοση του βιβλίου του Ζήση Βαπορίδη «Ιστορίες μιας πόλης», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Κάπα Εκδοτική, είναι μια τέτοια περίπτωση και αφορά την πόλη της Καβάλας.
«Στην εντός των τειχών ιστορική πόλη δεν υπήρχε ούτε ένας δρόμος, παρά μόνο δαιδαλώδη αδιέξοδα στενοσόκακα με λάκκους, ένα πλαίσιο από χάσκοντα ερείπια και δύσοσμους ανοιχτούς υπονόμους. Το Ιμαρέτ στέγαζε περίπου ογδόντα οικογένειες προσφύγων και το Κονάκι (το σπίτι του πασά) ήταν λεηλατημένο. Ολόγυρα τις παρυφές των λόφων στόλιζαν “τενεκομαχαλάδες” και παράγκες κάλυπταν κάθε σπιθαμή χέρσας γης μέχρι τη θάλασσα. Σε δυο-τρεις αλάνες λειτουργούσαν -περιστασιακά-συσσίτια. Μόνο οι εκκλησιές ξαναμοίραζαν των φτωχών το περίσσευμα… Η πόλη παρέπαιε… ανάμεσα στον εξοργιστικό πλούτο των ξένων και κάποιων δικών μας εμπόρων, οι οποίοι είχαν εκμεταλλευτεί την ευμάρεια προηγούμενων εποχών και την εξαθλίωση που ακολούθησε.
Με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες όλων έγινε το θαύμα και η πόλη, εκμεταλλευόμενη το μαγικό φυτό που γνώριζε να καλλιεργεί και να επεξεργάζεται, στάθηκε στα πόδια της».
Σε αρκετά σημεία του βιβλίου ο συγγραφέας στέκεται κριτικός απέναντι στις νοοτροπίες που αποδυναμώνουν τον κοινωνικό ιστό, που δεν εξυπηρετούν το κοινό καλό. Μια υπόθεση τόσο παλιά όσο κι ο κόσμος μας.
«Από τη μια η Κατοχή, η φτώχεια, το στίγμα της ορφάνιας, ο θάνατος, οι καταστροφές, από την άλλη η όρεξη για ζωή, ανεξαρτησία, πρόοδο, επαφή και γνωριμία με το διαφορετικό και το καινούργιο, όλα αυτά άνδρωσαν το νεαρό τότε αγόρι, του “έδωσαν φτερά” -ενίοτε του τα “έκοψαν” κιόλας-, του επέτρεψαν να μορφωθεί και να προχωρήσει στη ζωή του, αλλά συγχρόνως να μην ξεχνά, να ανακαλεί γεγονότα-σταθμούς του παρελθόντος, ερευνώντας τα, αιτιολογώντας τα.
Ωστόσο, η ίδια η πόλη αποτελεί ένα εξίσου σημαντικό κεφάλαιο της ζωής του, μια μεγάλη αγάπη, παρηγοριά, αλλά και καημό. Οι Καμάρες, το Φρούριο, το Ιμαρέτ, το Κονάκι του Μεχμέτ Αλή και ο Ανδριάντας. Εκκλησίες, καπναποθήκες, τα λίγα μέγαρα που γλίτωσαν, οι άνθρωποι στις φτωχογειτονιές, με τους καημούς και τα πάθη της εποχής, όλα κάτι έκρυβαν, όλα κάτι είχαν να προσφέρουν. Η θάλασσα, τα πεύκα, προπάντων οι κοπελιές, όλα στα χέρια του παραμυθά πλέκουν ανθοδέσμες χαράς και στεφάνια μνήμης. Πολλές φορές οι νεανικές φωνές τους τον σέρνουν πίσω σε ανεκπλήρωτους έρωτες».
Η γιαγιά Μαρία, κομβικό πρόσωπο στην αφήγηση, είναι η φωνή του δικαίου σε έναν κόσμο που αλλάζει μπροστά στα μάτια της. Τα απόνερα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Δεύτερος Παγκόσμιος, ο δραματικός Εμφύλιος, όλα περνούν μέσα από τη διεισδυτική γραφή του Ζήση Βαπορίδη, που τα αναμιγνύει επιτυχώς με το ακαθόριστο σήμερα μέσα στις ιστορίες του. Η Μαρία όμως βρίσκει το κουράγιο να αναθρέψει τον εγγονό της και ας καίγεται δίπλα της ο κόσμος όλος. Σίγουρα πολλοί από σας θα θυμηθείτε ένα δικό σας πρόσωπο που της μοιάζει.
Η χώρα μας είναι γεμάτη από τέτοιους ανθρώπους και δεν έχει σημασία αν είναι από την Καβάλα, την Αθήνα ή από οπουδήποτε αλλού. Αλλωστε, όπως εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας: Εκεί έξω υπάρχουν γνώστες που στέλνουν μηνύματα, αλλά οι άνθρωποι, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι ικανοί να τα ερμηνεύσουν.
Οι «συναντήσεις» του συγγραφέα και οι αμφίσημες λέξεις του, οι αναμνήσεις του σε δρόμους που περπάτησε με ζώντες και νεκρούς, δημιουργούν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα ενός ιδιαίτερου τόπου που είναι η Καβάλα. Το βιβλίο αυτό προσθέτει στη μυθολογία της κάτι παραπάνω. Θα βρείτε πράγματα που δεν θα εμπεριέχει ποτέ κανένα σχολικό βιβλίο. Ο συγγραφέας δεν στέκεται απογοητευμένος στις εικόνες της απώλειας, της ήττας και της παρακμής της πόλης του, τις θεωρεί μέρος του σώματός της. Τα συμβάντα και τα καθημερινά ευτράπελα, σε κείμενα γραμμένα με στοχαστικότητα αλλά και πολλές φορές με χιούμορ, αφήνουν στον αναγνώστη μια μικρή αίσθηση νοσταλγίας. Σαν ένας άλλος ιστορικός της, δεν αφηγείται μόνο το παρελθόν της, αλλά το εμπεριέχει στο τώρα όπως ένα χέρι τις γραμμές του.
«Ορκίστηκα τότε πως, και τίποτα να μη βρω γυρνώντας, θα ανακαλέσει η μνήμη τα παλιά και θα βρεθεί τρόπος να αναδυθεί το παρελθόν της πόλης μου, και θα αναπνεύσω ξανά εκείνο το διάχυτο στην ατμόσφαιρα άρωμα των χρυσόφυλλων καπνών…».