Παρελθόν και παρόν του νέου αγαπημένου όπλου της ΕΛ.ΑΣ.
Το όνομα και η εικόνα τους ξαναγίνονται συνώνυμο της αστυνομικής καταστολής μαζικών ειρηνικών συγκεντρώσεων, στο πλαίσιο της περιστολής του δικαιώματος του συνέρχεσθαι που επέβαλε ο Ν.4703/2020 των Χρυσοχοΐδη-Μητσοτάκη. Ο λόγος για τις θωρακισμένες αντλίες της ΕΛ.ΑΣ., τις τεχνικές δυνατότητες των οποίων καμαρώσαμε το περασμένο Παρασκευοσάββατο (5-6 Μαρτίου) στο κέντρο της Αθήνας, όταν χτυπούσαν αλύπητα το μπλοκ της «Πρωτοβουλίας Δικηγόρων-Νομικών» που προσπαθεί ν’ αποτρέψει τον πρώτο θάνατο απεργού πείνας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα –περιλούζοντας «παρεμπιπτόντως» (εν μέσω χειμώνα και πανδημίας) τους παρευρισκόμενους φωτορεπόρτερ.
Η επέκταση της χρήσης αυτών των αντλιών, από την παραδοσιακή αντιμετώπιση βίαιων διαδηλωτών στο χτύπημα εντελώς ειρηνικών συγκεντρώσεων, σηματοδοτεί μιαν ακόμη κλιμάκωση των προσπαθειών της τωρινής κυβέρνησης ν’ ακυρώσει τις δημοκρατικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης. Αξίζει, ως εκ τούτου, να δούμε από κοντά την πλούσια προϊστορία αυτού του όπλου στη χώρα μας στη διάρκεια του τελευταίου ενάμιση αιώνα, καθώς αποδεικνύεται αρκετά διαφωτιστική για τις κατά καιρούς μεταλλάξεις των μεθόδων καταστολής.
«Δακρυγόνα τέλος, έρχονται οι αντλίες» | «Το Βήμα», 9/12/2009
Αναγκαία προκαταρκτική διευκρίνιση: μολονότι θεωρητικά οι αντλίες συγκαταλέγονται στα «μη θανατηφόρα» (non lethal) μέσα καταστολής, στην πραγματικότητα η συστηματική χρήση τους έχει κατά καιρούς επιφέρει τον θάνατο ή τον βαρύ τραυματισμό διαδηλωτών σε όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου. Γνωστότερες περιπτώσεις τέτοιων θυμάτων υπήρξαν ο Γερμανός αντιφασίστας Γκίντερ Σάρε (Φρανκφούρτη, 28/9/1985) και ο Νοτιοκορεάτης αγρότης Μπεκ Ναμ-Γκι (Σεούλ, 14/11/2015). Πολύ πιο πρόσφατα, στις 24/1/2021, μια περαστική Τσέχα σακατεύτηκε πάλι -κάταγμα του κρανίου- από «υπερβολική» χρήση αστυνομική υδραντλίας κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Αϊντχόφεν της Ολλανδίας.
Η απουσία παρόμοιων θανάτων στην Ελλάδα (σε αντίθεση με τις αντίστοιχες επιδόσεις των δακρυγόνων) πρέπει ν’ αποδοθεί στη σχετικά περιορισμένη χρήση αντλιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες και τη σαφώς μικρότερη ισχύ των παλιότερων μοντέλων, όταν την τελική λύση στις ενοχλητικές συναθροίσεις την έδιναν κυρίως τα όπλα. Οπως συμβαίνει άλλωστε και με τις καρκινογενέσεις που προκαλούν τα χημικά, οι σοβαρότερες συνέπειες ενός χειμερινού καταιονισμού (π.χ. πνευμονία, αρρώστια εξαιρετικά θανατηφόρα παλιότερα) παραμένουν κι εδώ συνήθως αθέατες.
Τρόμπες ενός άλλου αιώνα
Αν ανοίξει κανείς τη Wikipedia, αλλά και εκδόσεις που αναφέρονται στα σύγχρονα «μη θανατηφόρα» μέσα καταστολής, θα πληροφορηθεί πως οι αντλίες χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά εναντίον διαδηλώσεων στη Γερμανία της Βαϊμάρης, τη δεκαετία του 1930. Η εκτίμηση αυτή οφείλεται προφανώς στην ύπαρξη σχετικής φωτογραφίας του 1930, προσπελάσιμης στο ευρύ κοινό μετά την ψηφιοποίηση των γερμανικών κρατικών αρχείων. Πρόκειται, ωστόσο, για λάθος. Οπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχουν άφθονα τεκμήρια για παρόμοια χρήση τους στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1890, τουλάχιστον. Και, λογικά, η χώρα μας μάλλον δεν αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία.
Η παλιότερη σχετική αναφορά που ο γράφων έχει εντοπίσει προέρχεται από τη μονογραφία του Κώστα Λάππα και αναφέρεται στην καταστολή των φοιτητικών κινητοποιήσεων του 1892, κατά της επιβολής διδάκτρων από την εκσυγχρονιστική κυβέρνηση Τρικούπη: «Για τη διάλυση των φοιτητών», διαβάζουμε, «η αστυνομία χρησιμοποιεί, εκτός από ρόπαλα, και πυροσβεστικές αντλίες» («Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα», Αθήνα 2004, σ.608).
Διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς ήταν τότε ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, η αυτοπρόσωπη παρουσία του οποίου κατά την καταστολή του κινήματος περιγράφεται λεπτομερώς στα ρεπορτάζ των ημερών. Στάθηκε ωστόσο αδύνατο να εντοπίσουμε στα τελευταία κάποια συγκεκριμένη αναφορά σε αντλίες, μολονότι «δύο αποσπάσματα πυροσβεστών» μνημονεύονται ρητά μεταξύ των δυνάμεων που τσάκισαν το συλλαλητήριο της 27ης Σεπτεμβρίου («Εφημερίες», 28/9/1892). Λόγω καραντίνας, δεν μπορέσαμε επίσης να συμβουλευτούμε τα δύο βραχύβια έντυπα που εξέδιδαν τότε οι φοιτητές και χρησιμοποίησε ο Λάππας.
Αφθονες είναι, αντίθετα, οι σχετικές αναφορές στην παρουσία και χρήση αντλιών κατά τις διαδηλώσεις που συνόδευσαν την πρώτη κατάληψη αθηναϊκού ΑΕΙ τον Ιανουάριο του 1897, με αίτημα την απομάκρυνση ενός αυταρχικού και αισχροκερδούς καθηγητή της Ιατρικής. Με διάσπαρτες, μάλιστα, υπενθυμίσεις πως αυτή η πρακτική είχε ήδη πίσω της αρκετά μακρά ιστορία.
Κατά την πολιορκία του κατειλημμένου ιδρύματος, το μεσημέρι της 15/1/1897, «καταλαμβάνουν την προ του Πανεπιστημίου λεωφόρον» όχι μόνο «ίλαι ιππικού, χωροφύλακες και αστυφύλακες», αλλά «τοποθετούνται εκεί και δύο αντλίαι μετά πυροσβεστών. [...] Aλλαι ίλαι ιππικού και πεζικόν παρετάχθη με δύο αντλίας επί της πλατείας των Ανακτόρων, άνευ λόγου» («Εμπρός», 16/1/1897).
Πριν ξεκινήσει πάλι το επεισοδιακό συλλαλητήριο της 17/1/1897, «αίφνης εμφανίζεται εκ της οδού Πειραιώς απόσπασμα συνοδεύον την αντλίαν, με σκοπόν να εκτελεσθή το πεπαλαιωμένον σχέδιον της καταβρέξεως. Αλλ’ οι φοιτηταί δηλούν ότι θ’ απαντήσουν διά σφαιρών, και η αντλία εγκαταλείπεται εις το μέσον της οδού Κοραή» («Εμπρός», 18/1/1897). Στη σύγκρουση με τους διαδηλωτές που θ’ ακολουθήσει στη Σταδίου, ο φραγμός του ιππικού υποστηρίζεται από πυροσβεστική αντλία («τρούμπα»): «Εγένετο χρήσις και της προ του υπουργείου των Οικονομικών τρούμπας, πολλοί δε εν οις και κυρίαι έφυγαν εκείθεν κυριολεκτικώς μοσκευμένοι». Πληροφορούμαστε, μάλιστα, ότι, κατά τη διάρκεια των συμπλοκών, «ο κ. Μπαϊρακτάρης εισήλθεν εις την οικίαν Βούρου διά να προμηθευθή ύδωρ διά την αντλίαν» (όπ.π.).
Γλαφυρότερη είναι η περιγραφή των γεγονότων από το «Αστυ» (18/1): μετά «την διάσπασιν της γραμμής των παρατεταγμένων ιππέων υπό του ακαθέκτου ρεύματος των διαδηλωτών» και την αντεπίθεση του ιππικού, διαβάζουμε, «συγχρόνως ενεργεί και η τρούμπα, η προ του ξενοδοχείου του Αστεως τοποθετημένη, αλλ’ οι φοιτηταί υφίστανται αταράχως την ψυχρολουσίαν και προχωρούν. Κατά την στιγμήν ταύτην, εν μέσω της οχλοβοής και του θορύβου, ηκούσθη ο πρώτος πυροβολισμός». Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται και η εξήγηση της κλιμάκωσης, στο ίδιο φύλλο: «Πολλοί κατέκριναν την συμπεριφοράν της αστυνομίας, ήτις με τας τρούμπας εξηρέθισεν τον κόσμον και επροκλήθησαν αι φοβεραί ταραχαί, το οποίον αποδεικνύει ότι παρήλθεν πλέον η μόδα της τρούμπας».
Τις παράπλευρες απώλειες θα τονίσει στο έκτακτο παράρτημά της και η «Εστία» (17/1): «Δύο αντλίαι, αίτινες είχον στηθεί παρά το υπουργείον των Οικονομικών, ετέθησαν αμέσως εις ενέργειαν. Το ύδωρ όμως, αντί να περιλούση την διαδήλωσιν, περιέλουσε κόσμον άλλον, πολλάς κυρίας αίτινες ανήρχοντο την ώραν εκείνην διά των τραμ».
Οι αναμνήσεις ενός από τους ηγέτες της κατάληψης μας πληροφορούν, τέλος, για την (αχρησιμοποίητη, τελικά) αναβάθμιση των εκατέρωθεν σχετικών οπλοστασίων: κάποια στιγμή, η κυβέρνηση πληροφορείται ότι στο κατειλημμένο κτίριο «είχεν μεταφερθεί αντλία εκ του χημείου, δι’ ης οι φοιτηταί θα εκτώξευον διάλυσιν θειικού οξέος, αντιτασσόμενοι εις την διά μελάνης του κ. Διευθυντού της Αστυνομίας» (Διονύσιος Μαρκόπουλος, «Η εξέγερσις των φοιτητών εν Αθήναις και η δράσις της φοιτητικής φάλαγγος εν Κρήτη κατά το 1897», Εν Καλάμαις 1903, σ.30).
Οι «αγανακτισμένοι» του 1909
Δώδεκα χρόνια αργότερα, οι αντλίες θα υπερασπιστούν το κτίριο της (Παλιάς) Βουλής απέναντι στην τότε εκδοχή των «αγανακτισμένων»: μια πελώρια -για τα δεδομένα της εποχής- «ακέφαλον» διαδήλωση που πολιόρκησε το απόγευμα της 18/2/1909 επί δίωρο την πλατεία Κολοκοτρώνη, πετροβολώντας το κι εκσφενδονίζοντας βεγγαλικά και «ρουκέτας». Σύμφωνα με την «Ακρόπολι» (19/2), «κύριοι δράσται» της «απροόπτου αναμπουμπούλας» ήταν «δύο εκατοντάδες χαμινίων και ανθρώπων κακοποιών και χασισοποτών», που απολάμβαναν ωστόσο εμφανώς τις πλάτες του υπόλοιπου πλήθους.
Τα ρεπορτάζ επιβεβαιώνουν τη συνέχεια των αστυνομικών μεθόδων διαχείρισης πλήθους, παρ' όλο που ο εμπνευστής τους είχε αποδημήσει εις Κύριον από το 1904. Προτού εξαπολυθεί το ιππικό κατά των πολιορκητών της Βουλής, διαβάζουμε στο «Σκριπ», «οι αστυνομικοί ανεμνήσθησαν του θαυμασίου μέτρου του αειμνήστου Μπαϊρακτάρη. Ετέθη εις κίνησιν η αντλία του πυροσβεστικού λόχου, περιλούσασα όλους όσοι ευρίσκοντο προ του περιβόλου. Το αποτέλεσμα υπήρξε θαυμάσιον, διότι οι διαδηλωταί ηναγκάσθησαν ν’ αποσυρθούν εκείθεν. Κατόπιν όμως, αφού νέαι αποδοκιμασίαι και συριγμοί επηκολούθησαν συνοδευόμενοι υπό βροχής λίθων, οι διαδηλωταί κατέλαβον εκ νέου τας θέσεις των».
Φιλικότερη προς τους συγκεντρωμένους, η «Αθήναι» παραθέτει μια αρκετά διαφορετική εκδοχή: «Διά τεχνικής στροφής των ιππέων παρεσύρθη μέγα μέρος των διαδηλωτών προς το μέρος του πυροσβεστικού λόχου. Εκεί εις πυροσβέστης εξέρχεται αιφνιδίως με την τρόμπαν και αρχίζει το κατάβρεγμα. Αλλά αντί να κατευνάση τον ζήλον των διαδηλωτών, τους εφανάτισε και τους ηνάγκασε να διαδώσουν και εις το μέρος εκείνο τον λιθοβολισμόν».
Η «Ακρόπολις» θέλει τις αντλίες να επιστρατεύονται μετά τον τραυματισμό από πέτρες ενός βουλευτή και του ίδιου του προέδρου του σώματος, Κωνσταντίνου Κουμουνδούρου, που έδωσε και τη σχετική εντολή. Με άκρως αμφίβολη, πάντως, κι εδώ αποτελεσματικότητα:
«–Τις τρούμπες, τις τρούμπες, ανέκραξεν τότε ο κ. Κουμουνδούρος.
Μία ασθενής αντλία τού εκεί σταθμού του πυροσβεστικού λόχου ετέθη εις κίνησιν. Το περίεργον όμως είνε ότι ο κόσμος κατεβρέχετο και δεν εννοούσε να φύγη. Απ’ εναντίας μάλιστα αγριώτερον εξηκολούθησε τον κατά της Βουλής και των αστυνομικών λιθοβολισμόν. Τότε δε εκτυπήθησαν και οι περισσότεροι στρατιώται και χωροφύλακες. [...]Το νερό όμως εσώθη και το πλήθος εθρασύνετο περισσότερον. Συγκεντρωθέν επί των πεζοδρομίων διά τον φόβον των ίππων έκρουε τας θύρας των καταστημάτων διά να εξαφανίση τα άλογα και εξηκολούθει πετροβολούν την εκουσίαν.
Τότε εδιατάχθη επί τέλους πυρ. Η ώρα θα ήτο ενάτη περίπου. Το πυρ όμως ήτο άσφαιρον. Ομοβροντίαι επί ομοβροντιών. Πανικοί επί πανικών. [...] Ο,τι απέμεινεν από τον φόβον των πυροβολισμών το εκαθάρισαν οι ιππείς με τας συνεχείς των επελάσεις».
Μεσοπόλεμος και Κατοχή
Τις επόμενες δεκαετίες, οι αντλίες χρησιμοποιούνται πλέον τακτικά ως πρώτο μέσο καταστολής κάθε λογής συναθροίσεων, προτού δοθεί ο λόγος στα πυροβόλα. Από την τεράστια σχετική ειδησεογραφία του Μεσοπολέμου, θα περιοριστούμε εδώ σε κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις.
Την Πρωτομαγιά του 1924, η συγκέντρωση της ΓΣΕΕ και του ΣΕ(Κ)ΚΕ στο κέντρο της Αθήνας πνίγηκε στο νερό προτού βαφτεί με αίμα. «Βρισκόμουν κοντά την πύλη του Δημαρχείου και εμπρός από μια αντλία, που κατάβρεχε τους συγκεντρωμένους για να τους διαλύση», σημειώνει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του ένας τότε κομμουνιστής, μετέπειτα ντούρος εθνικόφρων. «Οταν το νερό δεν έφερε αποτέλεσμα, άρχισαν οι πυροβολισμοί από τας στρατιωτικάς δυνάμεις. Δίπλα μου σχεδόν έπεσε, κτυπημένος από σφαίρες, ο τεχνίτης ζαχαροπλάστης Σ. Παρασκευαΐδης» (Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, «Η μεγάλη περιπέτεια», Αθήνα 1987, σ.38-9).
Αναλυτικότερο είναι το ρεπορτάζ της «Καθημερινής» (2/5/1924), από τη σκοπιά φυσικά των εντεταλμένων οργάνων:
«Οι εργάται αντί να συμμορφωθώσι εις τας περί διαλύσεως συστάσεις των αξιωματικών, ήρχισαν φωνάζοντες. [...] Προ της τοιαύτης καταστάσεως, ο αστυνόμος του Β' Τμήματος κ. Μπελιγράτης ετηλεφώνησε εις τον πυροσβεστικόν λόχον ίνα έλθουν αι αντλίαι προς διάλυσιν του συγκεντρωθέντος πλήθους το οποίον εγένετο ολοέν απειλητικώτερον. [...] Οι εργάται μόλις είδον να καταφθάνουν αι πυροσβεστικαί αντλίαι κωδωνίζουσαι δαιμονιωδώς εξωργίσθησαν ακόμη περισσότερον, εκίνουν ζωηρώς τας ερυθράς των σημαίας, αι δε φωναί “κάτω η τυραννία” και “κάτω οι στρατοκράται” ηκούοντο εντονώτεραι. Οι περισσότερον θαρραλέοι των εργατών ευρεθέντες πρόσωπον προς πρόσωπον με τους στρατιώτας επειράθησαν να αφοπλίσωσι τινάς εξ αυτών.
Οι αξιωματικοί διέταξαν τότε τους πυροσβέστας να διαλύσωσι τα πλήθη διά του ύδατος των αντλιών. Αι αντλίαι του πυροσβεστικού λόχου ήρχισαν πράγματι να λειτουργούν και πίδακες ύδατος να καταβρέχουν τα πλήθη. Οι εργάται βεβρεγμένοι μέχρι οστέων διεμαρτύροντο αποδοκιμάζοντες την Κυβέρνησιν και τους στρατιωτικούς, ενώ άλλοι ώρμων εναντίον των περιπόλων. [...] Αλλα μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας εφώρμησαν διά σουγιάδων και μαχαιρών κατά των αυτοκινήτων αντλιών και έσχισαν εις πολλά μέρη τους σωλήνας διά να παρακωλύσουν την εκτόξευσιν του ύδατος».
Από διαμετρικά αντίθετη οπτική γωνία περιγράφει την παραπάνω σκηνή ο «Ριζοσπάστης» της ίδιας μέρας: «Ο όγκος των συγκεντρωθέντων διαρκώς ηύξανε. Για πρώτη φορά μέσα στους δρόμους της πρωτευούσης η αστική τάξη δοκίμασε έναν αληθινό τρόμο μπροστά στην άφθαστη ορμή και επαναστατικότητα του προλεταριάτου Αθηνών-Πειραιώς. [...] Η Κυβέρνησις διατάσσει την αποστολήν υδραντλιών. Δύο τεράστιες υδραντλίες, εκκωφαντικώς κροτούσαι, ωρμούν αναμέσου της αλαλαζούσης ανθρωπομάζας και ήρχισαν να εξακοντίζουν καθ’ όλας τας εκτάσεις εις μήκος και ύψος υπερμεγέθεις σίφουνες και να καταβρέχουν αλύπητα. Κανένας δεν κινήθηκε από την θέση του. Κανένας δεν πτοήθηκε. Κανένας δεν ελιποψύχησε. Παρέμεναν στη θέση τους ακλόνητα τα πλήθη και απαθή εδέχοντο κατεπάνω τους τους ποταμούς υδάτων. Μουσκεμένοι ώς το κόκκαλο, οι περισσότεροι σύντροφοί μας εξακολουθούσαν υπό την σκιάν των σιφώνων να τραγουδούν τη “Διεθνή”, την “Κόκκινη Πρωτομαγιά” και άλλα εργατικά-επαναστατικά τραγούδια».
Εξίσου αναποτελεσματικό αποδείχθηκε το πρωτομαγιάτικο κατάβρεγμα και στον Πειραιά: «Οι εργάτες γελώντας άφηναν τις αντλίες να τους βρέχουν, φωνάζοντας στους στρατιώτες των αντλιών: Και σεις εργάτες είσαστε βρε παιδιά. Το ίδιο θα κάνουν και σ’ εσάς αύριο».
Τον «σίφουνα» δεν δοκίμαζαν βέβαια μόνο οι αφυπνισμένοι εργάτες, αλλά και κάθε λογής διαδηλωτές. Χαρακτηριστικό δείγμα από γενική απεργία των μικροεπαγγελματιών του 1927, όπως το κατέγραψε η «Πρωία» (11/3/1927):
«Οταν οι διαδηλωταί επλησίασαν εις απόστασιν 109 μέτρων την παράταξιν [των στρατιωτών], η αντλία, η οποία είχεν τοποθετηθή προ αυτής, ήρχισε να εξηκοντίζη ύδωρ κατά των διαδηλωτών. Συγχρόνως, οι επικεφαλής αξιωματικοί διέταξαν τους στρατιώτας και προέτειναν τα όπλα των. Οι διαδηλωταί αψηφούντες το νερό των αντλιών επροχώρουν φωνάζοντες προς τους στρατιώτας: - Εμπρός. Χτυπάτε!». Ο απολογισμός της ομοβροντίας που ακολούθησε ήταν 2 νεκροί και 15 τραυματίες.
Λιγότερο αιματηρά εξελίχθηκαν τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη, όταν οι συγκεντρωμένοι αριστεροί αρνήθηκαν να διαλυθούν «αρχίσαντες να ψάλλουν τον ύμνον της Τρίτης [sic] Διεθνούς»: «Προ τοιαύτης καταστάσεως», διαβάζουμε στο ίδιο φύλλο, «αι αντλίαι ήνοιξαν τους κρουνούς, το δε ιππικόν ενήργησε δύο επελάσεις, αι οποίαι επέφεραν την διάλυσιν των κομμουνιστών».
Παντελώς αναίμακτος ήταν, τέλος, ο επίλογος της προσπάθειας μερικών εκατοντάδων παλαιοημερολογιτών να μπουκάρουν στη μητρόπολη, σπάζοντας τον αστυνομικό κλοιό που προστάτευε την επίσημη ιεραρχία (15/10/1933). Σύμφωνα με την ομόφρονα «Ελληνική» της επομένης, «ειδοποιήθη υπό του πανικοκοβλήτου συνεργείου των εγκαθέτων του μασσώνου Μητροπολίτου [διάβαζε: του αρχιεπισκόπου] η πυροσβεστική υπηρεσία, και οι παλαιοημερολογίται διελύθησαν αφού επί ώραν υπέμενον τον καταιγισμόν των υδάτων των αντλιών».
Κάποιοι άλλοι ψεκασμένοι θ’ αντιδράσουν πάντως λιγότερο ήπια. Στο αγροτικό συλλαλητήριο της 29/1/1928 κατά της υπερφορολόγησης στο Ηράκλειο της Κρήτης, «η εμφάνισις της πυροσβεστικής αντλίας, ήτις κατέφθασε κατόπιν διαταγής του κ. Νομάρχου, εξηρέθισε έτι μάλλον τον λαόν όστις ώρμησε αμέσως εναντίον της με την πρόθεσιν να την καταστρέψη. Τινές των παρευρισκομένων προσεπάθησαν να συγκρατήσουν τον κόσμον από του να προβή εις το πραξικόπημα τούτο με την υπόσχεσιν ότι θα την διώξουν. [...] Τέλος, μετά πολλάς προσπαθείας και αφού εξυλοπόκησαν τον σωφέρ και άδειασαν το βυτίον από το νερό, η αντλία ανεχώρησεν υπό τους γιουχαϊσμούς του πλήθους!» («Η Πρωία», 3/2/1928).
Η ιταλογερμανική Κατοχή μπορεί να έφερε τα πάνω κάτω, ουδόλως όμως μετέβαλε τη συγκεκριμένη πρακτική. «Αρχισαν οι απεργίες ν’ απλώνονται παντού», σημειώνει λ.χ. στις 28/1/1943 μια φοιτήτρια της εθνικόφρονος αντίστασης. «Εργάτες, υπάλληλοι δημόσιοι και ιδιωτικοί, κάθε οργάνωση με τη σειρά της όλοι απεργούν. [...] Βγαίνουν στους δρόμους μαζωμένοι. Η ελληνική αστυνομία πέφτει να τους διαλύσει, οι πυροσβεστικές αντλίες καταβρέχουνε δεξιά κι αριστερά» (Μαρίκα Αντωνοπούλου, «Ημερολόγιο Κατοχής», Αθήνα 2014, σ.108-9).
Ακόμη πιο εύγλωττος είναι στις δικές του αναμνήσεις από την επεισοδιακή 25η Μαρτίου 1943 ένας μαθητής -τότε- της ΠΕΑΝ: «Μαζευτήκαμε μερικοί μπροστά στο Πανεπιστήμιο για να καταθέσουμε στεφάνι στο άγαλμα του Πατριάρχη. Εμφανίστηκαν όμως δυο πυροσβεστικές αντλίες κι άρχισαν να μας ρίχνουν νερό με μεγάλη πίεση. Διαλυθήκαμε πάλι τρέχοντας. Μια ριπή νερού με πέτυχε στην κνήμη, που μελάνιασε και πόναγε μέρες» (Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, «Ενας έφηβος στην Κατοχή», Αθήναι 2007, σ.38-9).
Μεταπολεμική κανονικότητα
Μετά τη Βάρκιζα οι αντλίες θα επανέλθουν μεν σε λειτουργία, η αποτελεσματική όμως χρήση τους υπάκουε πλέον στους συσχετισμούς των ημερών. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από την (τύποις απαγορευμένη) πορεία βασιλοφρόνων νέων στην πρώτη επέτειο της Απελευθέρωσης: «Παρά την πλατείαν Συντάγματος, άνδρες μιας πυροσβεστικής αντλίας διαταχθέντες υπό των αστυνομικών να διαλύσουν τους ταραξίας δι’ εκτοξεύσεως ύδατος, ημποδίσθησαν από ένα ανθυπολοχαγόν και ένα ναύτην, οι οποίοι υποχρέωσαν τους αστυνομικούς να αποχωρήσουν. Την ιδίαν στιγμήν, μία ομάς διαδηλωτών απέκοψε με μαχαίρας τους σωλήνας της αντλίας» («Το Βήμα», 13/10/1945).
Παρόμοια όρια έθετε αρχικά στη χρήση και (κυρίως) την προστασία των αντλιών η πολύμορφη κοινωνική και πολιτική σύνθεση των διαδηλώσεων της δεκαετίας του 1950 για το Κυπριακό. «Είδομεν τους διαδηλωτάς να επιτίθενται κατά των πυροσβεστικών αντλιών, να αποκόπτουν τους σωλήνας των καταβρεκτήρων και να χειροδικούν κατά των πυροσβεστών», σημειώνει χαρακτηριστικά η «Ελευθερία» της 20/1/1952 για το πατριωτικό συλλαλητήριο της προηγουμένης. «Η αστυνομική δύναμις επέδειξε την προσήκουσα ψυχραιμίαν, παρά τας βιαιοπραγίας και την βιαιότητα των διαδηλωτών. Και τα πράγματα ούτω δεν εξετραχύνθησαν, ώστε να επιβληθούν κυρώσεις. Διά τον λόγον δε ούτον, ουδεμία ποινική δίωξις ησκήθη εναντίον ουδενός».
Με το πέρασμα του χρόνου αυτοί οι δισταγμοί εξαλείφθηκαν βέβαια, με τελική κατάληξη τους νεκρούς διαδηλωτές της 9ης Μαΐου 1956.
Για τη θέση που επιφύλασσε στο συγκεκριμένο όπλο η αστυνομική μεθοδολογία των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, την καλύτερη πηγή συνιστούν τα υπηρεσιακά εγχειρίδια της εποχής τα σχετικά με τη διάλυση των ανεπιθύμητων συναθροίσεων:
Το παλιότερο δείγμα που διαθέτουμε ξεκαθαρίζει πως ο επικεφαλής αστυνομικός «προτρέπει το πλήθος να διαλυθή, όταν δε δεν υπακούση, γίνονται τρεις διαδοχικαί προσκλήσεις, είτε διά μεγαφώνου είτε υπό του ηγήτορος γεγονυία τη φωνή και, εν αντιστάσει, το πλήθος διαλύεται βιαίως διά της χρήσεως αντλιών ή διά των αστυνομικών ράβδων» (Αθανάσιος Τασιόπουλος, «Αστυνομία Τάξεως», Αθήναι 1955, σ.391).
Μεθοδικότερος, ο υπομοίραρχος Θ. Συρογιάννης περιγράφει ως εξής τα βήματα που πρέπει ν’ ακολουθεί ο επικεφαλής αξιωματικός: «Εάν μετά την άσκησιν βίας [από τους χωροφύλακες] δεν επιτευχθή η διάλυσις του πλήθους, πρέπει να διαταχθή υπό του ηγήτορος της αστυνομικής δυνάμεως η χρήσις πυροσβεστικών αντλιών και εν συνεχεία, εάν δεν επιτευχθή η διάλυσις, η χρήσις των δακρυγόνων. Εν εσχάτη ανάγκη δύναται να κληθή και ένοπλος δύναμις, ως και τεθωρακισμένα ή άρματα μάχης» («Θέματα Ασφαλείας», Αθήναι 1962, σ.164). Ο ίδιος προειδοποιεί, επίσης, ότι «πρέπει να προστατεύωνται υπό της αστυνομικής δυνάμεως τα τυχόν υπάρχοντα πυροσβεστικά οχήματα, διότι οι διαδηλωταί επιτίθενται και καταστρέφουσι τους σωλήνας ή τα ελαστικά τούτων» (σ.160).
Το εντυπωσιακότερο τέτοιο επεισόδιο συνέβη κατά τις πολύωρες νυχτερινές οδομαχίες της 20/8/1965, στο αποκορύφωμα των Ιουλιανών. «Στις 11.30 ακριβώς έκανε την εμφάνισή της μια πυροσβεστική αντλία», διαβάζουμε στα «Νέα» (21/8). «Εφτασε έως το πρώτο οδόφραγμα καταβρέχοντας τους “ταμπουρωμένους” διαδηλωτάς και εν συνεχεία έκανε όπισθεν και ανέβηκε την Πανεπιστημίου. Οι διαδηλωτές, τότε, βγήκαν από τα οδοφράγματα και άρχισαν να την πετροβολούν. Μπροστά στου Λουμίδη την ακινητοποίησαν, έτρεξαν κατ’ επάνω της, την κατέστρεψαν και σε λίγο έβγαλαν από μέσα ημιαναισθήτους τους δύο πυροσβέστες».
Αξιοποιώντας την εμπειρία των Ιουλιανών, ο υπαστυνόμος Ηλίας Ψυχογιός -δημιουργός των ΜΑΤ μετά τη Μεταπολίτευση- στο βιβλιαράκι του «Συναθροίσεις και οχλοκρατικαί εκδηλώσεις» (1966) αφιερώνει έτσι ολόκληρο κεφάλαιο στις «υδραντλίες» (σ.34-6):
«Η χρησιμοποίησις του ύδατος προς διάλυσιν του ωργανωμένου πλήθους επιφέρει εξαιρετικά αποτελέσματα. Εις το μέσον τούτον, δέον όπως η Αστυνομία καταφεύγη συχνότερον ή μέχρι τούδε. Η διά της Αστυνομικής ράβδου διάλυσις συναθροίσεως πρέπει να αντικαθίσταται, τουλάχιστον κατά το πρώτον στάδιον της συγκρούσεως, διά του ύδατος, καθ’ ότι είναι λίαν αποτελεσματικόν, ιδία κατά τας ψυχράς εποχάς. Το διά της ράβδου κτύπημα δύναται να επιφέρη σοβαρόν τραυματισμόν του δεχομένου τούτο, ενώ απεναντίας, το ράντισμα διά του ύδατος ουδεμίαν σωματικήν βλάβην προξενεί.
Το χρησιμοποιούμενον ύδωρ δύναται να είναι καθαρόν ή κεχρωσμένον. Εξ αυτών, το μεν καθαρόν χρησιμοποιείται τον χειμώνα, το δε κεχρωσμένον το θέρος. Η θέα του κεχρωσμένου ύδατος επηρεάζει το πλήθος. Η σκέψις του διαδηλωτού ότι το χρωματισμένον ύδωρ δυνατόν να βλάψη την ενδυμασίαν του, θα τον αναγκάση να απομακρυνθή ταχέως εκ της συναθροίσεως. Η χρησιμοποίησις του ύδατος τούτου θα βοηθήση προσέτι την Αστυνομίαν προς εξακρίβωσιν των μετασχόντων της συναθροίσεως προσώπων, η δε χρωματισμένη ενδυμασία θα αποδεικνύη την συμμετοχήν του συλληφθέντος εις την συνάθροισιν.
Η εκτόξευσις του ύδατος δεν πρέπει να γίνεται αιφνιδιαστικώς, αλλά κατά τρόπον προκαλούντα πρωτίστως την προσοχήν του πλήθους. Προς τούτο, ο επικεφαλής των Υδραντλιών ενεργεί θεαματικήν δοκιμαστικήν εκτόξευσιν ύδατος, ώστε να αντιληφθούν οι συναθροισθέντες το χρωματισμένον ύδωρ, και να δοθή ο απαιτούμενος χρόνος σκέψεως και αποφάσεως απομακρύνσεως.
Κατά την δράσιν των υδραντλιών λαμβάνονται προστατευτικά τούτων μέτρα, προς παρεμπόδισιν επιθέσεως εναντίον των και βλάβης τούτων. Δεν είναι επιτρεπτή η χρήσις ύδατος ομού μετά δακρυγόνων, διότι το ύδωρ αχρηστεύει τα δακρυγόνα».
Οι αντλίες της Δημοκρατίας
Το παραπάνω κεφάλαιο αναπαράγεται αυτολεξεί στο επόμενο εγχειρίδιό του που συντάχθηκε επί χούντας («Οχλοκρατικαί εκδηλώσεις. Δακρυγόνα», Αθήναι 1969, σ.37-8) και με μικροαλλαγές στις μεταπολιτευτικές μετασκευές του για την εκπαίδευση των ΜΑΤ («Δημόσιαι συναθροίσεις», Αθήναι 1976-1979). Σημαντικότερες αλλαγές, η εξάλειψη της παραδοχής περί επικινδυνότητας της «ράβδου» και η διευκρίνιση πως οι αντλίες χρησιμοποιούνται ενάντια σε μη βίαια πλήθη: «Εις το μέσον τούτο επιβάλλεται όπως καταφεύγη η Αστυνομία οσάκις το ήρεμον πλήθος δεν απομακρύνεται από τον χώρον της συναθροίσεως χωρίς όμως να μετέρχεται βίαν κατά των αστυνομικών» (1977, σ.57).
Τόσο στο Πολυτεχνείο του 1973 όσο και στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια οι αντλίες πολύ σπάνια χρησιμοποιήθηκαν, πάντως, έχοντας πλήρως υποκατασταθεί ως βολικό εργαλείο από τα δακρυγόνα. Την επαύριο του ματωμένου «Πολυτεχνείου» του 1980, όταν τα ΜΑΤ πετσόκοψαν την εξωκοινοβουλευτική «μειοψηφία της ΕΦΕΕ» (που προσπάθησε να σπάσει την απαγόρευση της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία) και μαζί μ’ αυτή χιλιάδες άσχετους διαδηλωτές, ένας «σώφρων» πολιτικός της Αριστεράς (με εμμονή στις «ρεαλιστικές προτάσεις» προς την εγχώρια Δεξιά) θ’ αναζητήσει έτσι στις αντλίες τη μαγική συνταγή που μπορούσε να είχε αποτρέψει το μακελειό.
Η τοποθέτησή του κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή (22/11/1980) και η απάντηση του υπουργού Δημόσιας Τάξης της κυβέρνησης Ράλλη αξίζει να παρατεθούν χωρίς περικοπές:
«Λ. ΚΥΡΚΟΣ: Θα μπορούσα εγώ, ο ανίδεος από αστυνομικά μέτρα, να σας πω, κ. Δαβάκη, κάτι πάρα πολύ απλό, το οποίο βεβαίως και άλλοι συνάδελφοί μου το είπαν. Ξέρετε πώς μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αυτοί οι αναρχικοί και αναρχοειδείς; Με το νεράκι! Ναι, με το νερό! Με δυο πυροσβεστικές αντλίες. Που όμως -γιατί άραγε;- δεν βρέθηκαν στον χώρο των γεγονότων.
Είναι προς τιμή του κ. Παναγιώτη Κανελλόπουλου ότι έκανε και αυτή τη διάκριση, την οποία και εγώ θα κάνω. Δεν ήταν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι 2.000 νέοι, που είχαν συγκεντρωθεί, αποφασισμένοι να πάνε με κάθε τρόπο στην πρεσβεία. Υπήρχαν οι αποφασισμένοι, οι οπλισμένοι με λοστούς και με αλυσίδες, οι εγκάθετοι, τα καθάρματα - θα μου επιτρέψετε αυτή τη λέξη. Υπήρχαν όμως και άλλοι, ιδεολογικά αντίθετοι, που πήγαν ώς εκεί για να ωθήσουν τα πράγματα και να αποχωρήσουν, αν προσέκρουαν σε κατηγορηματική άρνηση. Ξέρετε πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, κ. Δαβάκη; Σας το είπα: Με το νεράκι, κ. Υπουργέ! Το απλό, απλούστατο νεράκι. Αλλά σε όλη αυτή τη διάταξη των ΜΑΤ, των εξωγήινων όπως τους είπα κάποια φορά, ξεχάσατε αυτό το πάρα πολύ απλό.
Δ. ΔΑΒΑΚΗΣ: Επιθέσεις τόσο οργανωμένες και με τέτοια μέσα εξοπλισμένες ήτο δυνατό να διαλυθούν με το νερό; Ευτυχέστερος θα ήμουν εγώ, αν ήτο δυνατόν αυτό. Θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσουμε με το νερό, για να θρηνήσουμε εκατοντάδες νεκρούς, και τότε θα βλέπαμε τι θα λέγατε» (Λεωνίδας Κύρκος, «ΕΟΚ - ΝΑΤΟ - Πολυτεχνείο», Αθήνα 1981, σ.85-6).
Στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, η ΕΛ.ΑΣ. παρέταξε στο πεζοδρόμιο μια νέα μορφή θωρακισμένων -πλέον- αντλιών. Εξαιρετικά βραδυκίνητες, περιορίζονταν όμως συνήθως είτε στην κατάσβεση φλεγόμενων οδοφραγμάτων είτε στην εκτόξευση νερού στο προαύλιο του ΕΜΠ κατά τη διάρκεια επεισοδίων, ως υποκατάστατο μιας πολιτικά ανεπιθύμητης εισβολής. Τα δημοκρατικά ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν, άλλωστε, τη βίαιη διάλυση μαζικών συγκεντρώσεων οργανωμένων από θεσμικούς φορείς.
Μετά το πολύμηνο φοιτητικό κίνημα του 2006-2007, η απόπειρα του Προκόπη Παυλόπουλου να φτιάξει «μια νέα, πιο σκληρή αστυνομία στα πρότυπα των αστυνομικών-κομάντος της κυβέρνησης Σαρκοζί» επικεντρώθηκε πάλι κυρίως στην άκαρπη προσπάθεια νομοθετικής πρόβλεψης της χρήσης πλαστικών σφαιρών από την ΕΛ.ΑΣ. «Η προμήθεια δύο ειδικά θωρακισμένων οχημάτων για την εκτόξευση νερού με μεγάλη πίεση ενάντια στα μπλοκ», διαβάζουμε στο «Πρώτο Θέμα» (14/10/2007), μολονότι εξετάστηκε, τελικά δεν υλοποιήθηκε για οικονομικούς λόγους αλλά και λόγω του φόβου ότι «θα υπάρξουν πιθανότατα τραυματισμοί που θα δημιουργήσουν ζημιά στην εικόνα της κυβέρνησης».
Για την αγορά της επόμενης γενιάς οχημάτων χρειάστηκε έτσι να περιμένουμε τα Δεκεμβριανά του 2008 και την έρπουσα αντιμνημονιακή εξέγερση του 2010-2012. Το 2009 αγοράστηκε από το Ισραήλ ο «Αίαντας» και το 2012, επί Σαμαρά, προστέθηκαν -από την ίδια πάντα εταιρεία- το (μπλε) «αδερφάκι» και τρία (λευκά) «ξαδερφάκια» του.
Η πρώτη χρήση του έγινε στις 14/12/2010 στην Κερατέα· ακολούθησε η πρεμιέρα όλης της οικογένειας εντός Λεκανοπεδίου, κατά την εργατική συγκέντρωση της 7/11/2012 στο Σύνταγμα. Επί Τσίπρα εμφανίστηκαν ξανά στο Πολυτεχνείο του 2018, ανταλλάσσοντας πυρά με τους ταμπουρωμένους στο ΕΜΠ αντιεξουσιαστές. Ωσπου, επί Κυριάκου, ήρθε η ώρα ν’ αξιοποιηθούν όχι μόνο σε οδομαχίες αλλά -για πρώτη φορά από το 1974- ενάντια και σε ειρηνικούς διαδηλωτές.
Οι αυθεντικές «αύρες»
Στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, η ονομασία «Αύρα» δεν παρέπεμπε σε αστυνομικές αντλίες αλλά σε αυθεντικά θωρακισμένα, επιφορτισμένα με το χτύπημα των διαδηλώσεων. Σύμφωνα με διαδικτυακές πηγές άγνωστης φερεγγυότητας, προέκυψε αρχικά ως παραφθορά της αγγλικής ακροστοιχίδας AVRE (Armoured Vehicles of Royal Engineers, Θωρακισμένα Οχήματα Βασιλικού Μηχανικού). Τη δεκαετία του 1960, ως «Αύρα» μνημονευόταν πάντως συνθηματικά στις επικοινωνίες της Αστυνομίας Πόλεων το μικρό καναδέζικο όχημα που ήταν επιφορτισμένο με την εκτόξευση των δακρυγόνων (πάνω δεξιά, εν δράσει στις 18/11/1973).
Η ίδια ονομασία μεταδόθηκε και στα ελβετικά θωρακισμένα Roland που προμηθεύτηκε μαζικά η κυβέρνηση Καραμανλή το 1974 για τη ρίψη δακρυγόνων, τον διεμβολισμό μαζικών συγκεντρώσεων και την καταδίωξη διαδηλωτών (κάτω δεξιά). Η απόσυρσή τους από τους δρόμους μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 άφησε έτσι θολές μνήμες, που αναζωπυρώθηκαν μετά την αγορά του «Αίαντα» το 2009.