Γραφή εγκλεισμού. Τροχιές και διαθέσεις στη μεταπολιτευτική πεζογραφία.
Γράφει ο Φ. Κάφκα (Τα ημερολόγια, 9.3.1922, μτφρ. Α. Βερυκοκάκη, Εξάντας, 1988): «Πώς θα ήταν αν πάθαινε κανείς ασφυξία μέσα στον ίδιο του τον εαυτό; Αν γινόταν πολύ μικρή ή κι αν έκλεινε τελείως η τρύπα μέσα από την οποία ξεχύνεται κανείς στον κόσμο εξαιτίας της πιεστικής παρατήρησης».
Αυτό το μικρό θραύσμα από το αγχώδες, φαρσικό, δυσοίωνο βλέμμα του Τσεχοεβραίου αποτυπώνει ανάγλυφα, φρονώ, τον πυρήνα του σημερινού αφιερώματός μας.
Γραφές του εγκλεισμού στη μεταπολιτευτική πεζογραφία μας με πολιτικό, κοινωνικό ή υπαρξιακό πρόσημο. Από μετεμφυλιακές και δικτατορικές μνήμες έως την τρέχουσα δυστοπία της πανδημίας. Μια δεσπόζουσα γραμμή ανάγνωσης κειμένων, συγγραφέων και εποχών.
Οι σταθεροί συνεργάτες του Ανοιχτού Βιβλίου (οι κριτικοί λογοτεχνίας Γ.Ν. Περαντωνάκης και Αριστοτέλης Σαΐνης), αλλά και ο εκλεκτός φίλος και κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου αναλαμβάνουν να χαρτογραφήσουν σχεδόν μισό αιώνα πεζογραφικού λόγου υπό αυτό το πρίσμα: να διακρίνουν τροχιές και διαθέσεις στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα, εκεί δηλαδή όπου η ασφυξία, ο εγκλεισμός (επιβλημένος ή αυτόβουλος) κατακλύζουν την αφήγηση, η εαυτότητα και η ετερότητα χάνουν τα περιγράμματά τους με αποτέλεσμα να αναμοχλεύονται βιώματα, σκέψεις, εικόνες – να αφυπνίζεται η μυθοπλασία της γραφής. Μ. ΦΑΪΣ
Εξι γραφές εγκλεισμού
Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου *
Γραφές εγκλεισμού, σήμερα και άλλοτε, τώρα και πριν από πλήθος χρόνια, υπάρχουν πάμπολλες στη λογοτεχνία, ελληνική και ξένη. Κι αν η συγκυρία της πανδημίας στρέφει εκ των πραγμάτων το ενδιαφέρον προς τον εγκλεισμό, ας έχουμε κατά νουν πως ο ίδιος παίρνει κάθε φορά διαφορετική λογοτεχνική μορφή, παράγοντας εκάστοτε και διαφορετικά νοήματα.
Από τη μεριά μου θα εξετάσω πέντε ξεχωριστές περιπτώσεις εγκλεισμού στην ιστορία της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας, ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και φτάνοντας μέχρι και τις ημέρες μας, με κείμενα στα οποία πρωταγωνιστούν ο χώρος και ο χρόνος, το θέατρο και η επί σκηνής δράση (τα περισσότερα με πολλαπλές αναφορές στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική γραμματεία), καθώς και ένα έντονο στοιχείο ατομικής σκοτεινιάς, αλλά και βαριάς συλλογικής νέφωσης.
Εκ πεποιθήσεως ολιγογράφος, ο Αντρέας Φραγκιάς (1921-2002) δραστηριοποιείται μεταπολιτευτικά με ένα και μοναδικό βιβλίο, που δεν είναι άλλο από το Πλήθος, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε δύο τόμους, το 1985 και το 1986 αντιστοίχως. Η τάση του Πλήθους προς την αφαίρεση και την αλληγορία εντοπίζεται ήδη στα προδικτατορικά μυθιστορήματα του Φραγκιά, ενώ ο εγκλεισμός θα κάνει πλησίστια την εμφάνισή του στον Λοιμό (1972), προαναγγέλλοντας εν πολλοίς τα τεκταινόμενα στο Πλήθος. Αλλά τι ακριβώς συμβαίνει στο Πλήθος; Σ’ έναν τρέχοντα, παροντικό, πλην αδιευκρίνιστο ως προς την οποιαδήποτε χειροπιαστή λεπτομέρεια χωροχρόνο, δεν υφίστανται πρωταγωνιστές, αλλά πολλά επιμέρους σύνολα – ένας διασκορπισμένος και ταυτοχρόνως περιχαρακωμένος πληθυσμός.
Κανείς μέσα στην πολιτεία του Πλήθους δεν μετράει ως ατομική μονάδα. Το άτομο για τον Φραγκιά συντρίβεται εκ των προτέρων από τη δύναμη της πολιτικής και της Ιστορίας ενόσω και η Ιστορία γνωρίζει από τη μεριά της βαρύ πλήγμα, χάνοντας τη χρονικότητά της και μοιάζοντας εξαναγκασμένη να περιοριστεί στον ρόλο μιας νεκρής μεταφοράς. Ο Φραγκιάς δεν θα επιτρέψει στα πλήθη του Πλήθους ούτε την ελάχιστη ελπίδα: στον ανοιχτό χώρο κυριαρχούν οι δίκες και οι καταδίκες και θριαμβεύει η αδηφαγία. Στον κλειστό χώρο, το αδιέξοδο χειροτερεύει κι έτσι το εκτός μετατρέπεται οριστικά σε εντός και ο Αλλος πεθαίνει για πάντα. Μεγάλη συζήτηση θα μπορούσε από αυτή την άποψη να προκαλέσει το Πλήθος ως προς τις λογοτεχνικές του πηγές.
Κάποιοι θα πρότειναν τον Κάφκα, τον Μπέκετ και τον Οργουελ, άλλοι, διστακτικότερα ίσως, τον Ζαμιάτιν, τον Ουίλιαμ Γκόλντινγκ και τον Αντονι Μπέρτζες και άλλοι, οπωσδήποτε τολμηρότερα, μιαν ευρύτερη γκάμα, που κατά πάσα πιθανότητα θα συμπεριλάμβανε στους κόλπους της όχι μόνο την αλληγορία, τη μελλοντολογική φόρμουλα και τη λογοτεχνία του φανταστικού, αλλά και την επιστημονική φαντασία.
Στο πρώτο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (γενν. 1967) Οι τέσσερις τοίχοι (2000) θα παρακολουθήσουμε μιαν εσωτερικής καύσης περιπέτεια. Κλεισμένος στο εργαστήριό του, ο ήρωας θα ανακαλύψει τη συνταγή για τη δημιουργία ενός υψηλού μελισσοκομικού προϊόντος το οποίο υπερβαίνει ευθύς εξαρχής τις ανάγκες της όρεξης και της θρέψης. Παρά τον κλειστό ορίζοντα της πλοκής, η έκβαση θα παραμείνει μέχρι το τέλος ανοιχτή με μια νότα λυτρωτικής διαφυγής. Στο δεύτερο μυθιστόρημα του Χατζηγιαννίδη, που έχει τίτλο Ο φιλοξενούμενος (2004), αφηγητής και κεντρικός ήρωας είναι ένας τελειόφοιτος της Αρχαιολογίας που ζει για ένα μικρό διάστημα σαν αποκλεισμένος στο ξενοδοχείο ενός αυτόκλητου ερευνητή. Ο χώρος είναι εκ νέου απροσδιόριστος χρονικά και γεωγραφικά και η ένταση της κλειστοφοβικής ασφυξίας ανεβαίνει ακατάπαυστα.
Στο μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη (γενν. 1971) Ηλιος με δόντια (2010), ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει την κατασκοπική ίντριγκα με το ιστορικό αφήγημα και το ψυχιατρικό χρονικό, έχοντας κέντρο του τον λαϊκό λόγο και την προφορικότητα, θα πρωταγωνιστήσει ένας νησιώτης ο οποίος ζει μια ζωή ισχνή, ταπεινή και καταπιεσμένη από τα χρόνια του Διχασμού μέχρι και τη ναζιστική Κατοχή. Μεγαλωμένος σε μια συνοικία με αμαρτωλά σπίτια και λοιδορούμενος ακατάπαυστα για τη θηλυκότητά του, ο ήρωας θα υποστεί έναν παρατεταμένο εγκλεισμό για τον οποίο δεν ευθύνεται μόνο η παράνοιά του, αλλά και η πεισματική εχθρότητα των άλλων απέναντί του.
Στο αφήγημα του Αριστείδη Αντονά Ο μηχανισμός του δωματίου (2014) κυριαρχούν οι κλειστές και από παντού αδιαπέραστες αίθουσες με μιαν εσωτερική διαρρύθμιση που απαγορεύει και την ελάχιστη ευλυγισία. Τα αφηγηματικά πρόσωπα παρουσιάζονται χωρίς υπόσταση, ενώ υπάρχουν επίσης αδιευκρίνιστες ιεραρχίες πίσω από τις οποίες κρύβονται οι χειρότερες προθέσεις, αφού οι άνθρωποι δεν έχουν να πιαστούν από κάποια λαβή αντίστασης. Χρησιμοποιώντας τον διάλογο ως αποκλειστικό μοχλό της σκηνικής δράσης, το κείμενο του Αντονά τραβάει τη γραμμή του απευθείας από την παράδοση της αλληγορικής λογοτεχνίας και του θεάτρου του παραλόγου: από Κάφκα και Μπέκετ (για άλλη μια φορά) μέχρι Ιονέσκο, Ντίρενματ και Αραμπάλ.
Η ψυχανάλυση υφέρπει σε όλο το μήκος της πεζογραφικής παραγωγής του Μισέλ Φάις (γενν. 1957), αλλά μπαίνει στο κέντρο της δουλειάς του μόνο στην πρόσφατη τριλογία του με το μυθιστόρημα Από το πουθενά (2015), τη νουβέλα Lady Cortisol (2016) και το επίσης μυθιστορηματικό Οπως ποτέ (2019): πρώτα με έναν συγγραφέα ο οποίος ανοίγει διάπλατες τις πόρτες για το εσωτερικό του βάθος (αν δεν τις διπλοκλειδώνει) κι ύστερα με μια καταθλιπτική κυρία που δοκιμάζεται από τον φόβο και τον πανικό (αν όντως τη δοκιμάζουν). Τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες στο Από το πουθενά συνοδεύουν σύντομες περιπλανήσεις ανά την υδρόγειο, όπου πλάσματα μονήρη και φοβικά θα παραμείνουν διά βίου εγκλωβισμένα στον εγωτισμό τους – το μείζον δράμα και τη μοναδική ελευθερία τους.
Οι ερωτήσεις που δέχεται η τυραννικά μονολογούσα ηρωίδα στο Lady Cortizol δεν είναι πάντοτε ερωτήσεις θεραπευτή και, το κυριότερο, δεν διατυπώνονται ποτέ έξω από το παραλήρημά της. Οι κανόνες του acting out λειτουργούν εδώ με όλες τις σημασίες που έχει η φράση στα αγγλικά: εξωτερικεύω, ατακτώ, παρεκτρέπομαι αλλά και παίζω επί σκηνής, εσωτερικεύοντας συνάμα (πέρα πια από οιοδήποτε acting out) τα πάντα και υψώνοντας δυσθεώρητα τείχη γύρω από τον εαυτό μου. Με το Οπως ποτέ, ο Φάις θα μεταφέρει τον ήρωά του σε έναν χώρο εγκλεισμού ή μάλλον αυτοεγκλεισμού, από όπου καλείται να παρακολουθήσει επισταμένα τον περίγυρό του. Βλέπουμε ενδεχομένως εδώ το Κτίσμα του Κάφκα ή και το μπεκετικό θέατρο, ως έκφραση του υπαρξιακά επτασφράγιστου μυστικού της ζωής.
Ο Μισέλ Φουκό έλεγε για τις ετεροτοπίες πως παραμένοντας χώροι απομονωμένοι και περίκλειστοι, μπορεί ταυτοχρόνως να ανοίγονται σε μιαν άλλη, πρωτόφαντη πραγματικότητα. Σε έναν παρόμοιο κλίμα μάς καλεί να περιπλανηθούμε η Αλμα (2019) του Χρήστου Χρυσόπουλου (γενν. 1968), που συνομιλεί με τη δυστοπία, όπως τη συναντάμε στην παράδοση της νεότερης λογοτεχνίας, από τον Οργουελ και τον Αλντους Χάξλεϊ μέχρι το κυβερνοπάνκ του Ουίλιαμ Γκίμπσον. Ο χώρος αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο και πάλι με ένα μαιευτήριο και μια μονάδα αδιευκρίνιστης ιατρικής ταυτότητας που λειτουργεί σαν θύλακας στο εσωτερικό του. Το κέλυφος το οποίο την περικλείει και την περιβάλλει δείχνει τρομακτικό μέσα στην ομοιομορφία του, αλλά αίφνης η ετεροτοπία της νοσηλευτικής μονάδας θα μεταμορφωθεί σε γενέθλιο τόπο της Αλμας, ενός κοριτσιού το οποίο προσφέρει μια καινούργια αρχή για τον απορφανισμένο πληθυσμό των εγκλείστων, σώζοντας, όπως το δηλώνει και το όνομά του, την ψυχή τους.
Και να πώς σχηματίζονται εντέλει οι έξι γραφές εγκλεισμού που διατρέξαμε: από τον πολιτικοκοινωνικό αποκλεισμό (Φραγκιάς) και την καλλιτεχνική ή την ψυχική απομόνωση (Φάις, Χατζηγιαννίδης) μέχρι τον ψυχιατρικό εντοιχισμό (Μακριδάκης), τη φυλακή της εξουσίας (Αντονάς) και τη διφυή ετεροτοπία (Χρυσόπουλος).
*Ο Β. Χατζηβασιλείου είναι κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής.
Ολος ο κόσμος μια φυλακή (1974-2021)
Του Αριστοτέλη Σαΐνη
«ἕνα – δυό – τρία – τέσσερα βήματα,
ἡ πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας,
ἕνα – δυό – τρία – τέσσερα βήματα
ἡ μπαλκονόπορτα»
Χριστόφορος Μηλιώνης
Αν ο Μπόρχες έχει δίκιο και τέσσερις είναι οι ιστορίες (η ιστορία μιας πολιορκίας, μιας επιστροφής, μιας αναζήτησης ή της θυσίας ενός θεού) που συνεχίζουμε να τις αφηγούμαστε μεταμορφωμένες, τότε ο «εγκλεισμός» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια παραλλαγή της πρώτης. Από τον βράχο του Προμηθέα ή την ειρκτή της Αντιγόνης και τη σπηλιά του Φιλοκτήτη ώς τις «Φυλακές» του Πιρανέσι ή το «Πανοπτικόν» του Μπένθαμ και από τον πλατωνικό εγκλωβισμό της ψυχής ή την εκδίωξή μας και τους «δερμάτινους χιτώνες» ώς τον βωλοκόπο του Κάφκα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα λευκά κελιά και τα στρατόπεδα προσφύγων της εποχής μας, εγκλεισμοί κάθε είδους αποτέλεσαν διαχρονικό θέμα της λογοτεχνίας.
Οσο δε ο κόσμος μετατρεπόταν σε ασφυκτικά επιτηρούμενο σύμπαν και οι χώροι της εσωτερικότητας και του κόσμου συνηχούσαν, οι πραγματικές εκδοχές χάριζαν τρόπους και μεταφορές στις φανταστικές αντανακλάσεις τους. Τοίχοι και τείχη, κάμαρες και κελιά, κλειδιά και δεσμά πότισαν ανεξίτηλα τη φαντασία μας. Δίπλα στη φυλακή ως κλουβί και τον άνθρωπο ως ζώο στις κυριολεκτικές αποτυπώσεις των βάρβαρων πρακτικών εγκλεισμού, το σώμα, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι οικείοι χώροι, η ζωή και ο κόσμος ως φυλακή περιγράφηκαν με τους ίδιους όρους.
Κυριολεκτικός ή μεταφορικός, αλληγορικός ή συμβολικός, ατομικός, ομαδικός ή συλλογικός, ο λογοτεχνικός εγκλεισμός μπορεί να είναι επίσης ακούσιος όσο και εκούσιος, απειλητικός όσο και δημιουργικός. Οι πρώτοι όροι δεν αποκλείουν τους δεύτερους. Οι συνδυασμοί, άπειροι.
Στον βαθμό μηδέν του εγκλεισμού σε ταραγμένη εποχή, το κελί βασανισμού ως «ηθικό εργαστήριο» στα μεταξύ μαρτυρίας και χρονικού βιβλία του Γιάννη Μανούσακα, του Βασίλη Νεφελούδη, του Περικλή Κοροβέση ή του Χρόνη Μίσσιου.
Το ιδρυτικό κείμενο της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας, Το κιβώτιο (1974) του Αρη Αλεξάνδρου, δεν είναι παρά μια περίπτωση καφκικού ανακριτικού εγκλεισμού, ενώ Τα παιδιά του Κρόνου (1987-1993/2018) του Αλέξανδρου Κοτζιά αναμοχλεύουν ιστορίες πολιτικού εγκλεισμού στη δίνη του «τριακονταετούς πολέμου». Πόσα και πόσα, εξάλλου, μεταπολιτευτικά κείμενα δεν χάθηκαν αύτανδρα σ’ αυτήν;
Η Βιοτεχνία υαλικών (1975) του Μένη Κουμανταρέα και η Μυθολογία (1977) του Νίκου Μπακόλα επικαιροποιούν την ασφυξία της Καγκελόπορτας (1962) στα μεταπολιτευτικά χρόνια, ο δε συλλογικός εγκλεισμός στους καφκικούς, δαιδαλώδεις δρόμους μιας πολιτείας που μπορεί και ν’ αποτελεί το σκηνικό μιας ταινίας, εκτρέπει προδρομικά το ίδιο κλίμα προς τη δυστοπία [Αντρέας Φραγκιάς: Πλήθος I & II (1985-1986)].
Υπάρχουν, όμως, και αόρατα τείχη: το οικογενειακό σφαγείο, ο γάμος και τα δεσμά του, οι κοινωνικές συμβάσεις. Θύματα, οι πιο ευάλωτοι: παιδιά, γυναίκες και κάθε λογής απόκληροι. Εδώ, η γυναικεία φυλάκιση κάτω από πατριαρχικούς περιορισμούς, οι περιθωριακοί στα διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, η εσωτερική απόσυρση στο Ηλιος με δόντια (2011) του Γιάννη Μακριδάκη.
Αναγκαστικός είναι και ο εγκλεισμός σε θάλαμο νοσοκομείου [Νίκος Βεργέτης, Χόλι μάουντεν (2017)] και μπορεί να μετατραπεί σε κατά μέτωπο σύγκρουση μ’ έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό [Γιώργος Ιωάννου, Πολλαπλά κατάγματα (1981)]. Το ίδιο συμβαίνει με τους περιορισμούς που θέτουν μια σωματική ασθένεια, ψυχολογική αστάθεια, ο εθισμός και η εξάρτηση. Το Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω (1996) της Νικόλ Ρούσσου δεν είναι εγκλεισμός στην... αέναη φυγή;
Από κοντά οι εγκλωβισμένοι στο διαδίκτυο εραστές στο Μπορείς; (2017) της Ερσης Σωτηροπούλου, οι έκθετοι σ’ έναν πανεποπτικό μηχανισμό παρακολούθησης παίκτες του ριάλιτι σόου στο Ισλα Μπόα (2012) του Χρήστου Αστερίου, όπως και στο Παιχνίδι της Αγρας (2020) του Θεόδωρου Εσπίριτου όπου υπάρχει και ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Κείμενα όπως το Χρόνια προϋπηρεσίας (1988) του Φίλιππου Δρακονταειδή και τα Αυτόματα (2015) του Κώστα Περούλη μάς θυμίζουν ότι η εργασία ήταν πάντοτε μια καταδίκη, το εργοστάσιο και η μηχανιστική δουλειά φυλακή. Στο Θαύμα της αναπνοής (2009) του Δημήτρη Σωτάκη, η προσοδοφόρος εργασία δεν είναι αυτή που, στερώντας χώρο, μετατρέπει τον χαρακτήρα σε δεσμώτη του σπιτιού του;
Και αυτός ακριβώς ο οικείος χώρος γίνεται κελί ή τάφος, ενώ οι πόλεις μας, αθροίσματα ατομικών φυλακών [Χρήστος Χρυσόπουλος, Περίκλειστος κόσμος (2003)]. Η τάση διασχίζει ρεαλιστικά και φανταστικά συμφραζόμενα και εκβάλλει πολύμορφα στη δυστοπία.
Το παλιό σπίτι αντιστέκεται στις προσπάθειες ενός ζευγαριού στο Μόνιμοι κάτοικοι (2021) της Σοφίας Μπραϊμάκου, ενώ στο Μικρά δωμάτια πανικού (2019) του Μιλτιάδη Σαβαρλή η ενδέκατη ιστορία συνοψίζει: «Ζωή, φυλακή, ζωή μου». Στις ιστορίες του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη [Οι τέσσερις τοίχοι (2000), Ο φιλοξενούμενος (2004)], η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα πρωταγωνιστεί, τα παράλογα αφηγήματα του Δημήτρη Σωτάκη ξεκινούν πάντα από εκούσιους εγκλεισμούς, αινιγματικά κτίσματα που καταπίνουν περαστικούς δεσπόζουν στα σκηνικά αλληγορικά αφηγήματα του Αριστείδη Αντονά (Ο μηχανισμός του δωματίου, 2014) υπογραμμίζοντας την ανήθικη εξουσία του Νόμου, οι άνθρωποι εγκλωβίζονται στην ιεραρχημένη περιοριστική αρχιτεκτονική της Μητροπολιτικής Νέας Αθήνας στο Αγρια Ακρόπολη (2013) του Νίκου Μάντη ή χάνονται στον παράλογο λαβύρινθο μιας αδιανόητης νεκρόπολης στο Γυμνός (2020) του Χρήστου Χρηστίδη.
Συχνά, και διόλου τυχαία, οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι συγγραφείς: μια περίεργη δοκιμασία προϋποθέτει τον εγκλεισμό τους στον «Οίκο της γραφής» [Γιώργος Μητάς, Το σπίτι (2014)], αλλού σε υπόγεια συμπλέγματα κελιών [Χρήστος Αστερίου, Το γυμνό της σώμα (2003)], ενώ στο Writersland (2006) του Νίκου Βλαντή την περιθωριοποίησή τους σ’ ένα απομονωμένο νησί, όπως συμβαίνει και στο πορτρέτο του συγγραφέα ως ναυαγού [Δημήτρης Σωτάκης, Ιστορία ενός Σούπερ Μάρκετ (2015)].
Και οι διαδοχικοί αυτοπεριορισμοί σε εσωτερικούς χώρους, από το Θερμοκρασία Δωματίου (2006) της Δήμητρας Κολλιάκου ώς τον Καρυότυπο (2014) του Ακη Παπαντώνη συνεχίζονται! Η μνημονική ανάκληση σκηνοθετείται ως εγκλεισμός στο μουσικότροπο Οστινάτο (2017) της Μαρίας Ευαγγέλου, ενώ στο Νουθεσία ημιόνου (2017) του Γιάννη Αστερή ένας φυλακισμένος μηρυκάζει στον αυτιστικό του μονόλογο την ακατανόητη ιστορία του φόνου της γυναίκας του. Εγκλωβισμένος στον ονειρικό χώρο του άρρητου ο Υπνος Θάνατος (1984) του Νίκου Μπακόλα, ενώ ο σπειροειδής μονόλογος στο Flash στη νύχτα (2011) του Γιώργου Αριστηνού μάς θυμίζει ότι και ένα ντοστογιεφσκικό υπόγειο μπορεί να ανοίγεται στο άπειρο… αρκεί ν’ αφαιρέσει κανείς την πόρτα, όπως συμβαίνει στη νουβέλα του Δημήτρη Τσεκούρα Η πόρτα (2019).
Ενα βήμα απέχει η συστροφή του αυτοβιογραφικού εγώ: από την έγκλειστη πρωταγωνίστρια του Ναι (1999) της Μαργαρίτας Καραπάνου ώς τον «περιπλανώμενο» Γιάννη Κιουρτσάκη. Το προυστικό ταξίδι δεν γίνεται μόνο αν επενδύσεις με φελλό την κάμαρά σου. Ο εγκλωβισμένος εαυτός μπορεί να περιφέρεται αναζητώντας τον άλλο, μέχρι να χαθεί στο πλήθος ή στην Ιστορία, όπως κάνει εμμονικά ο Μισέλ Φάις: από τότε που ο νεαρός αφηγητής της Αυτοβιογραφίας ενός βιβλίου (1994) χάραξε «γύρω από τα πόδια του» της τέχνης του την περιοχή, έναν κύκλο που τον περιείχε.
Προφανώς η μεταφορική διολίσθηση της έννοιας θα μπορούσε να συνεχιστεί με φορμαλιστικούς εγκλεισμούς, τα διηγήματα δωματίου του Αργύρη Χιόνη, τους λαβύρινθους του Αχιλλέα Κυριακίδη ή τους αλληγορικούς εγκλεισμούς του Δημιουργού στην Τέχνη του [Γιώργος Χειμωνάς, Ο εχθρός του ποιητή (1990)].
Από την περίοδο δεν λείπουν οι κυριολεκτικοί εγκλεισμοί, όπως το «τεράστιο πείραμα απανθρωπιάς» σ’ ένα αλβανικό στρατόπεδο στη Σινική μελάνη (2018) του Τηλέμαχου Κώτσια, οι ποικίλες μορφές εγκλεισμού στις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις των παιδουπόλεων [Γιάννης Ατζακάς, Θολός βυθός (2008)] ή στη «λογοτεχνία του στρατώνα» [η στέρηση της ανθρώπινης υπόστασης στο Περνάει ο στρατός…, του Θωμά Γκόρπα (1980)], καθώς και στα σχετικά με την τρομοκρατία κείμενα όπου συναντούμε και τον εγκλωβισμό σε συμπλέγματα ενοχών [π.χ. Δημήτρης Νόλλας, Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε (1989)].
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η οικονομική κρίση [Δημήτρης Οικονόμου, Οι εγκλωβισμένοι (2015)], το προσφυγικό πρόβλημα [Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Το πέρασμα (2016)], ή ο εγκλεισμός της πανδημίας αναμόχλευσαν τη σχετική στρατιά μεταφορών.
Ολα τα παραπάνω απέχουν από μια συστηματική χαρτογράφηση ενός χώρου τόσο αχανούς, αν όχι όσο η λογοτεχνία, τουλάχιστον όσο ο λαβύρινθος του εγκεφάλου μας, εκεί όπου περιπλανιούνται οι εγκλωβισμένοι στον Αργό σίδηρο (2017) του Σωφρόνη Σωφρονίου. Υπογραμμίζουν, ωστόσο, τη σημασία του «ειρκτικού φαντασιακού» [Monika Fludernik, Metaphors of Confinement: The Prison in Fact, Fiction, and Fantasy), στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε εξακολουθητικά τον κόσμο γύρω μας. Ιδιαίτερα σήμερα, με τη βικτοριανοποίηση του σωφρονιστικού συστήματος, τις πανεποπτικές λειτουργίες επιτήρησης και τη γενικότερη επιστροφή της βαρβαρότητας.
Σκηνικά εγκλεισμού, ψυχολογία κρατούμενου
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο εγκλεισμός στο σπίτι λόγω του κορονοϊού έχει γίνει πια βίωμα και τρόπος ζωής, άλλοτε πνιγηρός κι ανυπόφορος και άλλοτε συνήθεια και ιδρυματοποίηση. Η λογοτεχνία ώς σήμερα έχει συλλάβει ένα ανάλογο αίσθημα, όχι λόγω πανδημίας, αλλά μέσα σε άλλες συνθήκες εγκλωβισμού, φυλάκισης, περιχαράκωσης, εσωστρέφειας κ.λπ. Σε πολλές περιπτώσεις ο εγκλεισμός είναι πραγματικός, ενώ άλλοτε είναι συμβολικός ή πολιτισμικός. Θα εστιάσω στην πρώτη περίπτωση, όπου ο χώρος ορίζει την απομόνωση και προκαλεί ψυχολογικά αντίδοτα.
Ο περιορισμένος χώρος ως σκηνικό αλλά πολύ περισσότερο ως τείχη, ως καταναγκασμός και καταπίεση, εμφανίζεται σε πολλά μυθιστορήματα της ξενόγλωσσης και ελληνικής πεζογραφίας, για να εκφράσει τα αισθήματα ατομικής και συλλογικής δέσμευσης. Στα διηγήματα από την άλλη αυτό εγείρεται πιο ακαριαία, καθώς η μικρή έκταση του κειμένου συμπυκνώνει και τον μικρό κύκλο της προσωπικής ανελευθερίας. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε τέτοια σκηνικά εξανδραποδισμού, εκούσιου και κυρίως ακούσιου, σε χώρους όπως 1) το σπίτι, όπου εμφανίζεται η αυτοαπομόνωση ή ο οικογενειακός εγκλεισμός (λ.χ. στον γυναικωνίτη ή στην κουζίνα), 2) το ίδρυμα παιδικής μέριμνας (ορφανοτροφείο, οικοτροφείο ή παιδούπολη), 3) ο χώρος απαγωγής ή εκούσιας αυτοαπόκρυψης, 4) η φυλακή ή το στρατόπεδο συγκέντρωσης, 5) ο στρατώνας, 6) το ψυχιατρείο, η κλινική ή γενικά το νοσοκομείο, ακόμα και το λεπροκομείο, 7) το μοναστήρι και 8) το αποκλεισμένο νησί ή χωριό. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μολονότι συνήθως η αφήγηση εκπορεύεται από την οπτική γωνία του εγκλείστου, δεν λείπουν και οι εστιάσεις εκ μέρους των απέξω που συμπάσχουν ή κατακρίνουν.
Η μεταπολιτευτική μας πεζογραφία αισθητοποίησε όλα αυτά ως απόρροια των ιστορικών συνθηκών, των απόηχων δηλαδή του Εμφυλίου ή της δικτατορίας, ή λόγω των καταπιεστικών πλαισίων που δημιουργούν η πόλη, η εξουσία, η πατριαρχία, οι προσωπικοί δαίμονες, η κοινωνική μέγκενη κ.ά.
Δεν είναι τυχαίο ότι η μεταπολιτευτική πεζογραφία, η οποία βγαίνει από την αυταρχική χούντα, ξεκινά με δύο εμβληματικά κείμενα φυλακής, τον Λοιμό (Κέδρος, 1972) του Αντρέα Φραγκιά και Το Κιβώτιο (Κέδρος, 1974) του Αρη Αλεξάνδρου. Το πρώτο αναφέρεται σε ένα άχρονο και άτοπο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου η γελοιοποίηση της ζωής είναι η καταστατική συνθήκη, ενώ το δεύτερο απαρτίζεται από τις γραπτές αναφορές ενός αριστερού κρατούμενου στον αριστερό ανακριτή του (τονίζεται ωστόσο πιο πολύ η αναδρομική δράση παρά η τωρινή ακινησία). Λογοτεχνία φυλακής, λοιπόν; Μέχρι ενός σημείου, ναι, κυρίως από την πλευρά του καταπιεσμένου κρατούμενου, λιγότερο από την πλευρά συγγενών κι ακόμα λιγότερο από την πλευρά των βασανιστών (Θ. Ραχιώτης, Βασανιστές, Καστανιώτης, 2009). Θα μπορούσαμε να θυμηθούμε πολλά κείμενα με κέντρο τη φυλακή, όπου το ατομικό περιορίζεται από την εξουσία και συχνά εκμηδενίζεται. Η φυλάκιση δεν σημαίνει μόνο αποξένωση από την πρότερη ζωή και τους ανθρώπους της, αλλά και διώξεις, βασανιστήρια καθώς και αίσθημα ψυχολογικής βίας.
Κοντά στην ατμόσφαιρα του στρατοπέδου συγκέντρωσης βρίσκεται ο στρατώνας, όπου οι νέοι φαντάροι νιώθουν να φυλακίζονται για ένα διάστημα, χάνοντας πολύτιμο χρόνο από τη νιότη τους. Αν μάλιστα αυτό το στρατόπεδο συγκεντρώνει ανεπιθύμητους, όπως τη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι και τη δικτατορία, τότε οι στρατιώτες αντιμετωπίζονται και σαν συνετιστέοι κρατούμενοι. Στην πεζογραφία της Μεταπολίτευσης μπορεί να αμβλύνεται «η ιδεολογική και πολιτική καταπίεση και καταστολή» των μεταπολεμικών χρόνων, αλλά δεν εκλείπει και «η ψυχολογική καταπίεση που προκαλείται […] από το ξαφνικό ξέκομμα από την πολιτική και ατομική ζωή», συνοψίζει η Ελενα Χουζούρη.
Χώρος συλλογικού εγκλεισμού, χωρίς τη θέληση του ατόμου, μπορεί να θεωρηθεί το ίδρυμα παιδιών, στις ποικίλες μορφές του: ορφανοτροφείο, οικοτροφείο, παιδούπολη κ.λπ. Σε πολλά έργα σύγχρονων συγγραφέων (Μπούτου, Στεφανίδη, Κουτσιαμπασάκου, Ακρίβου κ.ά.), τα ιδρύματα αυτά είναι συνυφασμένα με τη σκληρή ενηλικίωση σε συνθήκες ανελευθερίας, αυταρχισμού και αδιοχέτευτης ενέργειας. Ο περιορισμός συναντά την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την ελλιπή κοινωνικοποίηση σε (άτυπα) μυθιστορήματα ώριμασης. Στο ίδιο κλίμα, αλλά υπό άλλες συνθήκες, ανήκει το ψυχιατρείο ή -σε πιο οικείες για όλους εκδοχές- η αναγκαστική ολιγοήμερη (ή και πολυήμερη) παραμονή σε κλινική ή σε νοσοκομείο, όπως λ.χ. στο μυθιστόρημα του Αντώνη Σουρούνη, Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι (Λιβάνης, 1985). Η ανασφάλεια για την υγεία και η ανελευθερία κινήσεων συνθέτουν την ατμόσφαιρα της απειλής και της ασφυξίας.
Εκούσια ή ακούσια απομόνωση προσφέρει και το αποκλεισμένο νησί, είτε σε περίπτωση ναυαγίου με την ανασφάλεια και την περιπέτεια του αγνώστου και ίσως μη επιστρεπτού (π.χ. Οι ναυαγοί της Πασιφάης, Εστία, 1997, του Φαίδωνα Ταμβακάκη) είτε στον εκούσιο εγκλεισμό στο πλαίσιο ενός ριάλιτι (Χρήστος Αστερίου, Ισλα Μπόα, Πόλις, 2012). Και ανάλογα οι καιρικές συνθήκες ή η διάθεση για απομόνωση μπορεί να αποκλείσουν το άτομο σε ένα ορεινό χωριό ή νησί, όπου ο μικρόκοσμος αποκτά τερατώδεις διαστάσεις μέσα στην ιδιαιτερότητα της αποξένωσης από τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά και το μοναστήρι, στην εκούσια συνήθως αυτοαπομόνωση του ατόμου, προσφέρει το σκηνικό για τη διάκριση του περιοριστικού «μέσα» από το ελεύθερο «έξω» (Β. Αλεξάκης, μ.Χ., Εξάντας, 2007).
Αφησα τελευταίο τον οικιακό εγκλεισμό, γιατί μοιάζει με την τωρινή καραντίνα, αλλά και ακολουθεί έναν πιο συνηθισμένο βιορυθμό, είτε ως τμήμα της αστικής ζωής και της σύγχρονης μοναχικότητας ή ως περιθωριοποίηση σε έναν περίκλειστο κόσμο. Αυτή την ασφυξία απέδωσε έξοχα στο συμβολικό Θαύμα της αναπνοής (Κέδρος, 2009) ο Δημήτρης Σωτάκης, όπου το σπίτι πνίγει έως την τελευταία ανάσα το άτομο, το οποίο ασφυκτιά σε μια αλληγορία της σύγχρονης καταπιεστικής ζωής. Σε ένα σπίτι εσώκλειστη μένει και η οικογένεια στη Νίκη (Πατάκης, 2014) του Χρήστου Χωμενίδη, καθώς διώκεται και για χρόνια ζει incognito στον περιορισμένο χώρο ενός σπιτιού.
Ο χώρος, λοιπόν, συχνά υπό το καθεστώς μιας εξωτερικής ανάγκης (εξουσίας, περιβαλλοντικών συνθηκών, ασθένειας κ.λπ.), λειτουργεί ως το σκηνικό πλαίσιο (αυτο)εγκλεισμού. Ο εσωτερικός χώρος με τους τοίχους του δημιουργεί «τείχη», περιορίζει τις κινήσεις, συνθλίβει την ψυχολογία και σφίγγει σαν μέγκενη την ελεύθερη σκέψη. Απομονώνει από τους άλλους αλλά και από την κοινωνική ζωή, προκαλεί ασφυξία και μοναξιά, αλλά –σπανιότερα– δεν παύει να προσφέρει συνθήκες μοναχικότητας και ήρεμης εσωστρέφειας.
Ο χώρος του εγκλείστου ακυρώνει τη ροή του χρόνου, δημιουργεί μια άλλη (άχρονη, μονότονη) πραγματικότητα, αντανακλά την ψυχολογία του και ταυτόχρονα τη διαμορφώνει και γι’ αυτό η εξωτερική δράση συχνά αποκτά μόνο εσωτερικές διαστάσεις. Επειδή συνήθως η παραμονή μέσα είναι αθέλητη, ο εγκλεισμός γίνεται σύμβολο εξουσιαστικής καταπίεσης και σύγκρουσης της θέλησης της κοινωνίας με αυτήν του ατόμου. Δεν αγνοώ ωστόσο ότι η (εκούσια) παραμονή στον κλειστό χώρο μπορεί να είναι και πηγή ανασύνταξης και αυτογνωσίας, με αποτέλεσμα να μη χαρακτηρίζεται αναγκαστικά με αρνητικό πρόσημο.