Τη δική της απάντηση για την απόφαση του Εφετείου να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση για την ευθύνη της εργοδοσίας στην επίθεση με βιτριόλι που δέχτηκε, έδωσε η Κωνσταντίνα Κούνεβα.
Οκτώ χρόνια μετά την επίθεση, το Εφετείο απεφάνθη τελεσίδικα ότι για τη δολοφονική επίθεση στην τότε συνδικαλίστρια και νυν ευρωβουλευτή δεν αποδεικνύεται η ευθύνη της εργοδοσίας.
«Λέγεται συνήθως ότι δεν πρέπει να σχολιάζουμε τις αποφάσεις της δικαιοσύνης και των δικαστών. Αλλά μερικές φορές η δικαιοσύνη μοιάζει να σχολιάζει μόνη της τον εαυτό της και τις αντιφάσεις της. Η απόφαση του Εφετείου, που ανατρέπει την πολύ σημαντική απόφαση του Πρωτοδικείου για την ευθύνη της ΟΙΚΟΜΕΤ στη δολοφονική επίθεση εναντίον μου, έχει τέτοιο χαρακτήρα», υπογραμμίζει η κα Κούνεβα ενώ προσθέτει: «Αν διαβάσει κανείς τις 64 σελίδες της απόφασης, με τις δεκάδες μαρτυρίες για τις αναφορές, τα εξώδικα, τις διώξεις, τις δυσμενείς μεταθέσεις, τις απειλές, τους προπηλακισμούς και τις βρισιές από ανθρώπους της εργοδοσίας εναντίον μου όλα τα χρόνια της συνδικαλιστικής μου δράσης, θα απορήσει πώς ένας δικαστής φτάνει στο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το κλίμα εχθρότητας που καλλιέργησε σε βάρος μου η εταιρεία δεν έχει καμιά σχέση με την επίθεση».
Στην ανακοίνωσή της η Κωνσταντίνα Κούνεβα γνωστοποιεί πως θα προσβάλει την απόφαση του εφετείου στο ανώτατο δικαστήριο.
«Δεν θα το κάνω τόσο για μένα, γιατί εγώ με πολλούς τρόπους έχω δικαιωθεί από την αγάπη και την εμπιστοσύνη που μού έδειξε η κοινωνία. Το οφείλω κυρίως στους εργαζόμενους που είναι εκτεθειμένοι σε απίστευτες αυθαιρεσίες της εργοδοσίας. Γιατί αυτή η δικαστική απόφαση στέλνει ένα πολύ κακό μήνυμα. Ότι η εργοδοσία είναι πανίσχυρη, ότι μπορεί να τιμωρεί τη συνδικαλιστική δράση χωρίς καμία συνέπεια, ότι μπορεί να αφήνει τους εργαζόμενους απλήρωτους, ανασφάλιστους, φοβισμένους και εκτεθειμένους στη βία της εργασιακής ζούγκλας που επικρατεί».
«Νομίζω ότι η δικαιοσύνη οφείλει να δείξει στους εργαζόμενους ότι δεν είναι ανυπεράσπιστοι, ότι είναι στο πλάι τους. Και μαζί με τη δικαιοσύνη η πολιτεία, η κυβέρνηση οφείλει να αποκαταστήσει να εργασιακά δικαιώματα και να φτιάξει ισχυρούς θεσμούς και μηχανισμούς που να διασφαλίζουν την τήρηση αυτών των δικαιωμάτων», καταλήγει η κα Κούνεβα.