Υποχρεωτικά βάσει της εργατικής νομοθεσίας όλοι οι εργοδότες θα πρέπει να έχουν να έχουν χορηγήσει την ετήσια άδεια στους εργαζομένους τους. Ο εργοδότης θα πρέπει να χορηγεί στους εργαζόμενους έως και την 31η Δεκεμβρίου 2016 του τρέχοντος ημερολογιακού έτους το υπόλοιπο της αδείας που αναλογεί στον κάθε εργαζόμενο έστω κι αν ακόμη δεν έχει ζητηθεί από αυτούς.
Σε περίπτωση μη χορήγησης της άδειας από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια) υποχρεούται να καταβάλλει σε αυτούς αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100% (Εγκύκλιος 1/3/2005 του Υπ. Απασχόλησης επί του άρθρου 1 του Ν.3302/2004).
Επίσης και οι εποχικοί εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν την κανονική τους άδεια υποχρεωτικά εως το τέλος του έτους ενώ εφόσον δεν τους δοθεί θα πρέπει να αποζημιωθεί με προσαύξηση 100% του ημερομισθίου.
Όπως ορίζει η εργατική νομοθεσία κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησης του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση.
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας αδείας 20 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει τμηματικά την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως ανωτέρω. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις είκοσι δύο (22) ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.
Περαιτέρω, οι μισθωτοί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται κατ' έτος και επιδόματος αδείας ίσου προς το σύνολο των αποδοχών αδείας αναπαύσεως, υπό τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15ημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και των 13 εργάσιμων ημερών για όσους μισθωτούς αμείβονται με ημερομίσθιο. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας του μισθωτού.
Η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο. Με τη λήξη του ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική εφ' όσον δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος, έστω και αν αυτό έγινε με τη συναίνεση του εργαζομένου.
Σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κ.λ.π.), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
Οι ως άνω διατάξεις περί αδείας ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απασχολούνται σε εποχικά λειτουργούσες επιχειρήσεις με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, καθώς δεν υφίσταται πλέον βασικός χρόνος αναμονής για τη θεμελίωση δικαιώματος ετήσιας άδειας με αποδοχές.
Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός ότι νομικό έρεισμα απετέλεσε η απόφαση του BECTU , η οποία ερμήνευσε Οδηγία 93/104/ΕΚ, σχετικά με τα χορήγηση ετήσιας άδειας με αποδοχές), και αφορούσε το δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας με αποδοχές εργαζομένων που απασχολούνταν βάσει συμβάσεων μικρής διάρκειας (συχνά μικρότερης από δεκατρείς εβδομάδες στον ίδιο εργοδότη). Το δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση έκρινε ότι «...τέτοιοι εργαζόμενοι (απασχολούμενοι στο πλαίσιο συμβάσεων μικρής διάρκειας) βρίσκονται συχνά σε κατάσταση επισφαλέστερη εκείνης των απασχολουμένων βάσει συμβάσεων μεγαλύτερης διάρκειας, οπότε η μέριμνα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειάς τους, σύμφωνα με το στόχο της οδηγίας 93/104, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία».