Εχω ήδη παλαιότερα επισημάνει ότι ο σκαντζόχοιρος του ορισμού της ουτοπίας, εντός του οποίου αλληλοεκχωρούνται φιλοσοφικές, κοινωνικές, ψυχολογικές και θεολογικές παραδοχές κατά τη διαδρομή του χρόνου, έχει κάποιες φορές οδηγήσει σε κατηγοριοποιήσεις του ουτοπικού πνεύματος, οι οποίες ωστόσο φαίνεται να διέπονται από μία μάλλον περιγραφική πρόθεση και αντίληψη, αφήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έκθετο τον ουτοπικό πυρήνα, την οντολογική εστία της ουτοπίας και στρέφοντας το ενδιαφέρον σε ιδεολογικές χρήσεις των ουτοπικών προσανατολισμών.
Είναι ευτύχημα ότι τους σκοπέλους αυτών των ιδεολογικών χρήσεων της ουτοπίας αποφεύγει και/ή απορρίπτει η ανά χείρας έκδοση καθώς οι συντάκτες των κειμένων, που περιλαμβάνονται σε αυτήν, είναι Ιταλοί ακαδημαϊκοί, οι οποίοι συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην αρχαιοελληνική (και όχι μόνο) γραμματολογία, αναζητώντας εκεί ουτοπικές πηγές και ουτοπικές εικόνες που εμπνέουν κείμενα και κειμενικές αλληλοεκχωρήσεις, εδραιωμένες σε φιλολογικές και ιστορικές κυρίως αναγνώσεις, κατά τρόπον ώστε οι θεματικές τις οποίες επεξεργάζονται να προεκτείνονται και να περιλαμβάνουν συνολικά την «παραδοξότητα» των ουτοπικών προσανατολισμών μέσα από τους οποίους μορφώθηκε και εξακολουθεί να μορφώνεται το ευρωπαϊκό πνευματικό συν-κείμενο, έστω και μέσα στο δυστοπικό παρόν της δικής μας συμβίωσης και διαβίωσης.
Οπως εύστοχα παρατηρούν στον πρόλογό τους οι επιμελητές της έκδοσης Alberto Camerotto και Filippomaria Pontani, «σε μια εποχή όλο και πιο σκυφτή στις δυστοπίες, η ουτοπία, εννοούμενη ως επινόημα, σχεδιασμός, φανταστική κατασκευή μιας ιδανικής χώρας και μιας κυβέρνησης ιδανικής, διατηρεί το ζηλευτό προνόμιο να ανταποκρίνεται σε ένα βλέμμα που δεν βαθαίνει την τάφρο των αβύσσων του παρόντος, αλλά προβάλλει μακρύτερα τις επιδιώξεις του ατόμου και της κοινωνίας, ανατρέποντας συχνά τις κατηγορίες των δικών μας προβλημάτων, των δικών μας καθημερινών δυσκολιών».
Αυτή η εξαιρετικά σημαντική απόφανση των επιμελητών αφήνει να διαφανεί με καθαρότητα η οντολογική ουσία της ίδιας της ουτοπικής θέασης των ατομικών, κοινωνικών και συλλογικών επιδιώξεων και προσδοκιών, όπως ακριβώς την έχει υποδείξει ο σύγχρονος φιλοσοφικός στοχασμός του Miguel Abensour.
«Η ίδια η ουτοπία», γράφει ο Abensour, «επιστρέφει στη θέληση εξεύρεσης μιας φανταστικής λύσης σε αντιφάσεις που η ανωριμότητα της εποχής δεν επέτρεπε να διαλυθούν». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διατηρώντας ασφαλώς τη δική τους γραμματολογική και ιστορική ιδιαιτερότητα, οι συντάκτες των κειμένων τής ανά χείρας έκδοσης επιβεβαιώνουν απόλυτα την οντολογική αρχή της ουτοπίας, καθώς όπως επισημαίνει ο Abensour «η επίμονη παρουσία της ουτοπίας στη διαδρομή του χρόνου οφείλεται σε μια οντολογική εστία, στο Είναι, το οποίο εκλαμβάνεται ταυτοχρόνως ως εξελικτικό και ατελές.
Αυτό στην πραγματικότητα ενυπάρχει στη μη ολοκλήρωση (μέσα στο μη-Είναι-ακόμη) όπου η ουτοπία βρίσκει την ακατάσβεστη πηγή της, τις πλέον βέβαιες αρχές της, ως εάν η ουτοπική παρόρμηση, η ουτοπία, να όρθωνε τη δίχως τέλος σπουδαιότητά της, παρακινημένη κατά κάποιον τρόπο από αυτή την οντολογική ένταση και αναλαμβάνοντας ως έργο, μέσα στη σκόπευση του "πλεονάζοντος" του "ουσιώδους" την αποπεράτωση, την εκπλήρωση του Είναι».
Αυτό σημαίνει ότι η ουτοπική θέαση δεν είναι παρά η ατομική και κοινωνική επιθυμία η οποία δεν εκπληρώθηκε και πάντα, ως οντολογική αρχή, κομίζει στον κόσμο τη βαθιά μελαγχολία του Noch-Nicht-Sein (μη-Είναι-ακόμη), το οποίο ωστόσο μέσα στη μελαγχολία της μη εκπλήρωσης παρακινεί και προβάλλει την αξίωση και τη θέληση της εξεύρεσης ενός άλλου πραγματικού, πέραν της πραγματικότητας, εδραζόμενο «στο κατάλοιπο του ανεκπλήρωτου», για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του Theodor Adorno.
Ο Martin Buber διατείνεται ορθά ότι η ουτοπία είναι ριζωμένη μέσα στην ανθρώπινη ψυχή ως «κάτι υπερπροσωπικό που επικοινωνεί με την ψυχή», ως μια βλέψη «εκείνου που πρέπει να υπάρχει».
Με αυτή την έννοια η ουτοπική παρόρμηση συνεργάζεται με όλες τις λανθάνουσες δυνάμεις της πραγματικότητας και της Ιστορίας, προκειμένου «να χτίσει κάτι», δηλαδή να ενδυναμώσει τις επιθυμίες και τα οράματα του ανθρώπου προς αυτό το οποίο οφείλει να υπάρξει ενάντια στη δυστοπία και στην κοινοτοπία αυτού που ήδη υπάρχει μέσα στις στρεβλώσεις των δομών της κοινωνικής και συλλογικής ζωής.
Διότι, όπως επισημαίνει ο κατεξοχήν φιλόσοφος της ουτοπικής θεώρησης του κόσμου Ernst Bloch, «ο ωκεανός της δυνατότητας είναι πολύ μεγαλύτερος από τη συνήθη μας ξηρά της πραγματικότητας που θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει μέριμνα βιοτική».
Μέσα στις εργασίες τις οποίες η ανά χείρας έκδοση περιλαμβάνει μπορούμε να εντοπίσουμε πολλές επισημάνσεις οι οποίες θίγουν ακριβώς την οντολογική διάσταση της ουτοπικής παρόρμησης, όπως επιχειρήσαμε να την περιγράψουμε σε όσα προηγήθηκαν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ασφαλώς η κοινωνιολογική σημασία του ουτοπικού προσανατολισμού, όπως υπογραμμίζεται στο κείμενο του A. Camerotto «Ουτοπικοί Φαίακες». Γράφει ο Camerotto: «Οι ουτοπίες χρησιμεύουν για να καταλάβουμε πως υπάρχει αλλιώτικος σεβασμός στη δυστυχία.
Χρησιμεύουν για να αντισταθούμε. Χρησιμεύουν για να μείνουμε άνθρωποι, για να ξαναγίνουμε άνθρωποι ακόμη και μετά τις χειρότερες εμπειρίες. Χρησιμεύουν για να μην παραδοθούμε, για να μην εγκαταλειφθούμε στην απελπισία, αλλά και για να μην εκβαρβαρωθούμε με τις ψεύτικες ευτυχίες της αφθονίας, να μην πιστέψουμε στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας».
Εδώ, η κοινωνικοπολιτική σφαίρα, αντί να προϋποθέτει την ιστορική της εδραίωση στο παρελθόν, όπως γίνεται συνήθως μέσα από την πλαστική χειρουργική της εξάλειψης της ψευτοπροόδου και της αναστολής των επιθυμιών των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων, προϋποθέτει την αρχή της ελπίδας στο ουτοπικό μέλλον, κατά τρόπον ώστε αυτό το οποίο η ουτοπία «χτίζει» να είναι πάνω από όλα η άρνηση του υπάρχοντος και η αδιαπραγμάτευτη αντίσταση στον βαρβαρισμό της κοινωνίας της αφθονίας και της ψευδαίσθησης της ασφάλειας.
Ωστόσο μια διερώτηση τίθεται αναγκαστικά στο πλαίσιο του γενικότερου προσανατολισμού τον οποίο ακολουθούν τα κείμενα τής ανά χείρας έκδοσης: η θεμελιώδης διερώτηση των πολύμορφων σχέσεων μεταξύ ουτοπικής θεώρησης και Ιστορίας, κάθε φορά που μέσα στο ιστορικό παρελθόν αναζητούνται ψήγματα και εικόνες ουτοπικής χαρτογράφησης ενός ιδανικού τόπου μέσα στον οποίο η ατομική και συλλογική εκπλήρωση είχε φαντασιακά λάβει χώρα.
Γνωρίζουμε ότι η Ιστορία, ως νόημα και πραγματικότητα, έχει πλέον καταστεί πεδίο διερωτήσεων και αναστοχασμού στη μετανεωτερική εποχή εξαιτίας κυρίως των ρήξεων που έχουν επέλθει στις έννοιες της χρονικότητας και του χρονικού συνεχούς, ρήξεων τις οποίες έχει επιφέρει η αποδομητική κατάσταση του νεωτερικού πολιτισμικού υποδείγματος.
Από αυτή την αποδομητική κατάσταση του νεωτερικού πολιτισμικού υποδείγματος φαίνεται να εμπνέονται τα κείμενα των συντακτών της έκδοσης, επιχειρώντας την εδραίωσή τους στην αναζήτηση της ουτοπίας φιλολογικά και ιστορικά στο παρελθόν ή προεκτείνοντας την αναζήτηση στην παροντική κατάσταση του Ευρωπαϊκού Πνεύματος μέσω αναστοχαστικών ρήξεων του ήδη υπάρχοντος πολιτισμικού υποδείγματος.
Παρά τις οποιεσδήποτε ενστάσεις που πιθανώς εγείρονται στο πεδίο της πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας, τα κείμενα που περιλαμβάνονται στην έκδοση δημιουργούν έναν γόνιμο διάλογο.